Πέρυσι τέτοια εποχή έβγαζα εισιτήριο one way για Λονδίνο.
Ενθουσιασμένη και σίγουρη για την επιλογή μου, πέταξα σε μια βαλίτσα λιγοστά ρούχα και έκλεισα ραντεβού στη γηραιά πρωτεύουσα, με την επαγγελματική επιτυχία και τον έρωτα.
Λίγο το γενικότερο κύμα των νεομεταναστών, λίγο ο παρορμητισμός που γενικώς με χαρακτηρίζει, λίγο ότι το αντιμετώπιζα ως περιπέτεια και κυρίως ότι ήμουν πολύ τσιμπημένη με το εκεί αντικείμενο του πόθου, ανακοίνωσα σε όλους εν μία νυκτί ότι φεύγω και εκείνοι έμειναν να με κοιτάνε εμβρόντητοι.
Δουλειά εκεί δεν είχα, ούτε σπίτι είχα, τρεις χιλιάδες ευρώ είχα μόνο, που στα μάτια μου φαινόντουσαν σαν ολόκληρη περιουσία.
Ξεπούλησα έπιπλα και συσκευές σε μια αποθήκη στην Αθήνα και παραδόξως, δεν με άγχωνε καθόλου ότι αν τελικά επέστρεφα στην Ελλάδα, θα ήμουν μόνο με ένα βρακί στο χέρι.
Έφτασα Λονδίνο μέσα Αυγούστου. Καλοκαιράκι.
Τις πρώτες μέρες περιπλανιόμουν σαν τουρίστρια και έδινα φιλιά δίπλα στον Τάμεση.
Ανέβηκα στη ρόδα, φωτογραφήθηκα στο Big Ben, έβγαλα Oyster για το Tube και εκεί αισθάνθηκα για πρώτη φορά κομμάτι της πόλης.
Όπου γης και πατρίς.
Ο έρωτας μας τελείωσε γρήγορα. Όπως και τα λεφτά.
Είχα κατορθώσει μέσα σε μια βδομάδα να ξοδέψω 400 λίρες, σχεδόν 550 ευρώ δηλαδή.
Δουλειά δεν είχα βρει ακόμα, με διακατείχε όμως μια υπερβολική αισιοδοξία ότι δεν θα δυσκολευτώ ιδιαιτέρως.
Πράγματι, δεν δυσκολεύτηκα.
Περίπου δεκαπέντε μέρες μετά την άφιξή μου και ενώ πλέον οι φίλοι που με φιλοξενούσαν είχαν αρχίσει να με στραβοκοιτάνε, μπήκα στην πρώτη Pub που βρήκα μπροστά μου.
Ζήτησα να δουλέψω ως σερβιτόρα.
Την επόμενη μέρα στις πέντε το απόγευμα ήμουν ήδη εκεί με το άσπρο πουκάμισό μου και μια μαύρη καρώ φούστα, να παίρνω παραγγελίες και να γεμίζω ατελείωτο αριθμό μπυρών.
Το μεροκάματο 50 λίρες. Περίπου 65 ευρώ, για επτά ώρες δουλειάς.
Δεν τα πήγαινα όμως καλά με τους μεθυσμένους από το απόγευμα Βρετανούς και πέντε μέρες μετά παραιτήθηκα.
Την ίδια μέρα υπέγραφα και στο νέο μου σπίτι.
Μια υπέροχη τριώροφη μονοκατοικία από τις κλασικές Λονδρέζικες με το κεραμίδι, δέκα λεπτά με το λεωφορείο από το Notting Hill.
Μονοκατοικία που μοιραζόμουν με άλλους πέντε, διαφορετικής εθνικότητας ο καθένας και με ιδιοκτήτη ένα θεότρελο Κινέζο.
Σε χρήση είχα μόνο ένα δωμάτιο 7 τ.μ., με όλους τους υπόλοιπους χώρους του σπιτιού να είναι κοινόχρηστοι.
Τα Αγγλικά μου που ήθελαν ακόμα βελτίωση, στάθηκαν τροχοπέδη στο να ψάξω άμεσα για δημοσιογραφική δουλειά.
Έτσι, βρέθηκα λίγο καιρό μετά να δουλεύω ως Dj για Κυπριακούς γάμους, με αμοιβή -κρατηθείτε- 500 λίρες το βράδυ.
Κάντε τον υπολογισμό.
Και να ‘σου τα «ριάλια, ριάλια, ριάλια» και να ‘σου τα πενηντόλιρα κολλημένα στο μέτωπο.
Οι Κύπριοι που στην Ελλάδα μου ήταν αντιπαθείς, εκεί μου φάνηκαν πολύ πιο συμπαθείς από τους Έλληνες.
Χωρίς ίχνος κομπλεξισμού, είχαν τη διάθεση να βοηθήσουν κάθε ελληνόφωνο νέο μετανάστη.
Από το να με στέλνουν συστημένη σε διαφημιστικές εταιρείες που έψαχνα δουλειά σαν μοντέρ, μέχρι να με καλούν σπίτι τους για τραπέζωμα, ήταν διαρκώς πρόθυμοι και με χαμόγελο να προσφέρουν.
Είχα αποφασίσει να κάνω παρέα κυρίως με αλλοεθνείς, αφενός για να γνωρίσω άλλες νοοτροπίες και κουλτούρες, αφετέρου για να εξασκώ τα Αγγλικά μου.
Δεν τα κατάφερα όμως και έπεσα στην κλασική λούπα να ξημεροβραδιάζομαι στο Soho με άλλους Έλληνες και να ψάχνουμε παρέα κάνα σουβλάκι της προκοπής.
Αυτή η αναζήτηση του σουβλακίου, με έκανε εντυπωσιακά γρήγορα να περάσω στη νοσταλγία του.
Στους τέσσερις μόλις μήνες παραμονής μου στο Λονδίνο και ενώ είχε μπει πια το νερό στο αυλάκι επαγγελματικά με κάτι freelance που έκανα μοντάζ, συν οι Κυπριακοί γάμοι που είχαν γίνει ο καλός μου άσσος, εξίσου γρήγορα αποφασίζω πως εντάξει, το είδαμε, πάμε πίσω τώρα.
Η μάνα μου στην ανακοίνωση της απόφασης παθαίνει ίσα με τέσσερα εγκεφαλικά.
Θα επέστρεφα στην Ελλάδα της κρίσης, της ανέχειας και της ανεργίας, ενώ εκεί είχα ήδη καταφέρει να δικτυωθώ κουτσά-στραβά.
Αλλά ακόμα και οι φίλοι μου μουρμούριζαν διάφορα μέσα από τα δόντια τους, τα οποία δεν κατάφερνα να ακούσω πάντα, καλά όμως, δεν τα έλεγες.
Παραμονές Χριστουγέννων προσγειωνόμουν στην Αθήνα και -θα το πω το μελό μου τώρα-, όταν το αεροσκάφος έκανε τη στροφή λίγο πάνω από το Σούνιο, βούρκωσα.
Τελικά πράγματι τα κατάφερα και γύρισα με ένα βρακί στο χέρι και οικονομικά περίπου με όσα έφυγα για Λονδίνο, λίγο καιρό πριν.
Έπιπλα και συσκευές δεν είχα πια.
Δουλειά, εννοείται πως επίσης δεν είχα.
Νοίκιασα ένα δώμα κοντά στο αγαπημένο μου κέντρο, με μια ταράτσα γήπεδο να 'χω να παίζω και να γεμίζω με κόσμο.
Πέρα από την αδιαμφισβήτητη αδυναμία που έχω στην Αθήνα, μια και είναι η πόλη που υπάρχουν τα Εξάρχεια, ο Batman, τα τσιπουράδικα του Θησείου και οι περισσότεροι άνθρωποι που αγαπώ, ένας άλλος παράγοντας που συντέλεσε τότε στην επιστροφή μου, είναι ότι η μετανάστευση σε τέτοιους ζόρικους καιρούς, στ' αυτιά μου τελικά, ηχούσε λίγο και ως προδοσία.
Δεν προσπαθώ να παραστήσω την εθνοσωτήρα, θα ήταν εξίσου υπερφίαλο και αστείο, όποτε όμως ακούω για ανθρώπους που θέλουν να φύγουν και να ρίξουν μαύρη πέτρα σε αυτό το «μπουρδέλο», ομολογώ ότι στεναχωριέμαι.
Και μετά αναρωτιέμαι, πού αλλού θα μπορούσαν να βασιστούν οι προοπτικές μας για να ξεφύγουμε από όσα διαδραματίζονται σήμερα, εκτός από τους νέους;
Αυτούς, που γεμίζουν κάθε μέρα τις εισόδους υποδοχής των αεροδρομίων σε άλλες χώρες;
Χαρακτηριστικά, θυμάμαι την ημέρα που προσγειώθηκα στο Gatwick (που συμπτωματικά είχε συμπέσει με την περίοδο της φημολογίας ότι οι Βρετανικές αρχές σκόπευαν να απαγορεύσουν την είσοδο στους Έλληνες) και ενώ περνούσα τον έλεγχο διαβατηρίων, όπου σε ρωτάνε αν έχεις έρθει για διακοπές ή για μετανάστευση, ακούω μία εκ των υπευθύνων να λέει σε συνάδελφο της: «Ελληνίδα κι αυτή. Το νούμερο 704 για σήμερα».
Χαίρεσαι ποτέ με αυτό;
Πηγή ➤ eyedoll
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου