Ο Επαναστατικός Αγώνας ανέλαβε την ευθύνη για τη βόμβα στην οδό Αμερικής...

elas-lyste_blogspot_gr.jpg

Η ΕΛΑΣ εκτιμά ότι συντάκτης είναι ο Νίκος Μαζιώτης - Υποστηρίζουν ότι στόχος τους ήταν η Τράπεζα της Ελλάδας και ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ - Αποκαλύπτουν ότι η επίθεση έγινε με 75 κιλά πετρελαιοαμμωνίτιδας (ΑΝFO) - Αφιερώνουν το χτύπημα στον Λάμπρο Φούντα

Ο Επαναστατικός Αγώνας ανέλαβε με προκήρυξή του την ευθύνη για την έκρηξη παγιδευμένου αυτοκινήτου στην οδό Αμερικής, τα ξημερώματα της 10ης Απριλίου.

Είναι η πρώτη φορά, μετά την εξάρθρωση της οργάνωσης Επαναστατικός Αγώνας, που ο Ε.Α. επανεμφανίζεται επισήμως και αναλαμβάνει την «πατρότητα» μιας μεγάλης βομβιστικής επίθεσης.

Πίσω από την προκήρυξη, σύμφωνα με αξιωματικούς της ΕΛΑΣ, φαίνεται ότι βρίσκεται ο δραπέτης Νίκος Μαζιώτης, από τον οποίο οι αστυνομικοί ανέμεναν ένα εντυπωσιακό χτύπημα.

Στόχος της επίθεσης σύμφωνα με το κείμενο 18.321 λέξεων που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα athens.indymedia.org, ήταν η Τράπεζα της Ελλάδας και ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ στην Αθήνα.

Οι συντάκτες του κειμένου αποκαλύπτουν ότι στο αυτοκίνητο είχαν τοποθετηθεί 75 κιλά πετρελαιοαμμωνίτιδας (ΑΝFO) και τονίζουν ότι αφιερώνουν την επίθεση αυτή στον Λάμπρο Φούντα, ο οποίος έπεσε νεκρός στις 10 Μαρτίου 2010 στη Δάφνη.

«Προς τιμήν λοιπόν, του συντρόφου, η ενέργεια εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας έχει την υπογραφή Κομάντο Λάμπρος Φούντας» αναφέρουν χαρακτηριστικά.

Διαβάστε όλο το κείμενο της προκήρυξης:

ΑΝΑΛΗΨΗ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

Στις 10 Απρίλιου του 2014 ο Επαναστατικός Αγώνας πραγματοποίησε βομβιστική επίθεση εναντίον της Διεύθυνσης Εποπτείας της Τράπεζας της Ελλάδας στην οδό Αμερικής, όπου στεγάζεται και ο μόνιμος αντιπρόσωπος του ΔΝΤ στην Ελλάδα Ουές Μακ Γκρου. Αν και το χτύπημα στόχευε την Τράπεζα της Ελλάδας, ζημιές υπέστησαν και τα κεντρικά γραφεία της τράπεζας Πειραιώς τα οποία βρίσκονται ακριβώς απέναντι, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο επιτυχημένο το χτύπημα, αφού η τράπεζα Πειραιώς εξελίχτηκε με την εξαγορά της Αγροτικής σε μία από τις μεγαλύτερες συστημικές ελληνικές τράπεζες, επωφελήθηκε από την ληστρική μνημονιακή πολιτική που εφαρμόζεται εναντίον του ελληνικού λαού τα τελευταία χρόνια και είναι ένας από τους οικονομικούς παράγοντες που είναι συνυπεύθυνοι για τα δεινά του.

Η επίθεση πραγματοποιήθηκε με αυτοκίνητο-βόμβα που περιείχε 75 κιλά εκρηκτικής ύλης πετρελαιοαμμωνίτιδας (ΑΝFO). Τέσσερα χρόνια ακριβώς μετά το κατασταλτικό χτύπημα εναντίον της οργάνωσης και ενώ το κράτος, όπως και πολλοί εχθροί του ένοπλου αγώνα πανηγύριζαν για την “επιτυχία της εξάρθρωσης” του Επαναστατικού Αγώνα, η ενέργεια αυτή έρχεται να τους διαψεύσει. Η επίθεση εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας αφιερώνεται στον αναρχικό σύντροφο Λάμπρο Φούντα, μέλος του Επαναστατικού Αγώνα που σκοτώθηκε σε ένοπλη συμπλοκή με αστυνομικούς στην Δάφνη στις 10 Μαρτίου 2010 κατά τη διάρκεια προπαρασκευαστικής ενέργειας της οργάνωσης. Ο σύντροφος έχασε τη ζωή του σε απόπειρα απαλλοτρίωσης αυτοκινήτου που θα χρησιμοποιόταν σε ενέργεια του Επαναστατικού Αγώνα στα πλαίσια της στρατηγικής της οργάνωσης εκείνης της περιόδου-περίοδο έναρξης της οικονομικής κρίσης. Hστρατηγική αυτή αποσκοπούσε στο να χτυπηθούν και να σαμποταριστούν δομές, θεσμοί και πρόσωπα με κεντρικό ρόλο στη μεγαλύτερη ιστορικά αντιλαϊκή επίθεση που επρόκειτο να διεξαχθεί με την υπογραφή του πρώτου μνημονίου τον Μάιο του 2010. Ο Λάμπρος Φούντας αγωνίστηκε και έδωσε την ζωή του για να μην περάσει η σύγχρονη χούντα της οικονομικής και πολιτικής ελίτ, η χούντα της τρόικας -του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της ΕΕ. Αγωνίστηκε και έδωσε την ζωή του για να μην περάσει η σύγχρονη χούντα του κεφαλαίου και του κράτους. Για να μην περάσει ο νέος ολοκληρωτισμός που επιβάλλεται σε όλο τον πλανήτη με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση. Ο Λάμπρος Φούντας έδωσε την ζωή του πολεμώντας για να γίνει η κρίση ευκαιρία για την κοινωνική Επανάσταση. Η επίθεση εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας αποτελεί ως ένα βαθμό την συνέχιση της στρατηγικής εκείνης με τις επιθέσεις εναντίον της Citibank, της Eurobankκαι του χρηματιστηρίου.

Προς τιμήν λοιπόν, του συντρόφου, η ενέργεια εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας έχει την υπογραφή Κομάντο Λάμπρος Φούντας. Γιατί η καλύτερη απόδοση τιμής σε ένα σύντροφο που έδωσε τη ζωή του στον αγώνα, είναι η συνέχιση του ίδιου του αγώνα για τον οποίο έπεσε πολεμώντας. Και αυτός ο αγώνας δεν είχε, δεν έχει και δεν θα έχει άλλη κατεύθυνση παρά μόνο την ανατροπή του καπιταλισμού και του κράτους, την κοινωνική Επανάσταση.

Χτύπημα-απάντηση στην επιστροφή των αγορών.

Επιλέξαμε την 10η Απριλίου για την επίθεση γιατί -όπως πολύ καλά κατάλαβαν οι πάντες, από την κυβέρνηση, τα κόμματα έως τα ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ- σηματοδοτεί την κίνηση εξόδου του ελληνικού κράτους στις αγορές προς αναζήτηση του πρώτου μακροπρόθεσμου δανείου μετά από τέσσερα χρόνια, ενώ την επομένη 11 Απρίλη, η αρχηγός του ισχυρότερου ευρωπαϊκού κράτους, πρωταγωνίστρια της επιβολής ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών και της λιτότητας σε όλη την Ευρώπη και από τους ιδανικότερους εκφραστές των συμφερόντων της ευρωπαϊκής οικονομικής ελίτ, η αρχιτρομοκράτισσα Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, κατέφθανε στην Ελλάδα για την πολιτική και οικονομική κεφαλαιοποίηση της “ελληνικής επιτυχίας”. Το ελληνικό κράτος κατάφερε να δανειστεί 3 δις ευρώ πουλώντας πενταετές ομόλογο με επιτόκιο 4,95% στους συνήθεις εγκληματίες -τζογαδόρους του κρατικού χρέους: Επενδυτές κεφαλαίων, κεφάλαια προερχόμενα από μόχλευση ή τα γνωστά headsfundsκαι μεγάλες ευρωπαϊκές και αμερικάνικες τράπεζες όπως η MorganStanley, USB, GoldmanSachs, HSBC, DeutscheBank, MerrillLynch, όλα τα μεγάλα κοράκια του υπερεθνικού κεφαλαίου ξαναχτυπούν “αγοράζοντας Ελλάδα” παίρνοντας στα χέρια τους το 90% των ομολόγων. Από την κυβέρνηση, τα ελληνικά και μεγάλο αριθμό ξένων ΜΜΕ το γεγονός αυτό πιστώνεται ως “αναγνώριση από τις αγορές της πετυχημένης πορείας της Ελλάδας για έξοδο από την κρίση”.

Με αμηχανία, μισόλογα και ασαφείς αντιλογίες αντιμετώπισαν τα υπόλοιπα -και χωρίς καμία εξαίρεση-καθεστωτικά κόμματα αυτή την εξέλιξη αποδεχόμενα εμμέσως πλην σαφώς την τεράστια ισχύ των κεφαλαιαγορών στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, απέναντι στην οποία υποτάσσονται αργά ή γρήγορα όλες οι καθεστωτικές δυνάμεις. Και αυτή την καθολική υποταγή των καθεστωτικών κομμάτων έδειξε και η ανικανότητά τους να απαντήσουν στο μείζον δίλημμα που τίθεται από την κυβέρνηση και που εγκλωβίζει τη χώρα στο απόλυτο αδιέξοδο: “Ή δανεικά με χαμηλό επιτόκιο και όρους, δηλαδή μνημόνιο ή δανεικά από τις αγορές με υψηλό επιτόκιο και χωρίς όρους”.

Οι καπιταλιστές ανά τον πλανήτη στις 10 Απριλίου επικρότησαν τη μακροχρόνια πολιτική σφαγιασμού μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας που επιβλήθηκε με τέσσερα χρόνια μνημονίου από την τρόικα και τις ελληνικές κυβερνήσεις. Μέσα στα τέσσερα χρόνια από τότε που υπογράφηκε το πρώτο μνημόνιο, στα τέσσερα χρόνια αδυσώπητου κοινωνικού πολέμου από την οικονομική και πολιτική εξουσία εναντίον της πλειοψηφίας της κοινωνίας, έχει αποτυπωθεί με τον πιο ωμό τρόπο τι σήμαινε και τι σημαίνει “σωτηρία της χώρας από τη χρεοκοπία”. Και έχει γίνει πλέον κοινή συνείδηση για την πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν σε αυτόν τον τόπο, ότι αυτή η “σωτηρία” αφορά μόνο το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς. Αφορά τις ελληνικές τράπεζες που από το 2008 έως σήμερα έχουν πάρει από τις κυβερνήσεις 211,5 δις ευρώ: 28 δις από την κυβέρνηση Καραμανλή το 2008, 110 δις από την κυβέρνηση Παπανδρέου τη διετία 2010-2011, δηλαδή όλο το πρώτο δάνειο της τρόικας, 48 δις από την κυβέρνηση Παπαδήμου, 25,5 δις από την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Το ποσό ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ και αντιστοιχεί στα 2\3 του ελληνικού χρέους. Η “σωτηρία της χώρας” αφορά το μεγάλο κεφάλαιο, αφορά την υπερεθνική άρχουσα τάξη και τους ισχυρούς δανειστές της χώρας. Αφορά τις δομές και τους θεσμούς του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Αφορά τα κράτη, το πολιτικό προσωπικό στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αφορά τους κάθε λογής πολιτικούς λακέδες του καθεστώτος που το στηρίζουν με κάθε τίμημα. Αφορά μια αισχρή μειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.

Αυτούς που δεν αφορά αυτή η “σωτηρία” και που αντιθέτως, πλήρωσαν και πληρώνουν με αίμα τη σωτηρία του συστήματος από την κρίση, είναι η πλειοψηφία του λαού. Είναι τα 5 εκατομμύρια άνθρωποι που οι ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Είναι τα 2,5 εκατομμύρια που ζουν στην απόλυτη ανέχεια. Είναι τα 700000 φτωχά παιδιά που δεν έχουν τα βασικά, αυτά που υποσιτίζονται, που κρυώνουν, που λιποθυμούν, που καταλήγουν σε ιδρύματα για ένα πιάτο φαΐ. Είναι αυτοί που αρρωσταίνουν, αυτοί που τρελαίνονται. Αυτοί που χάνουν το σπίτι τους για χρέη στις τράπεζες και το κράτος, αυτοί που ζουν χωρίς ρεύμα, αυτοί που στερούνται τις βασικές ανάγκες επιβίωσης. Είναι οι 4000 άνθρωποι που αυτοκτόνησαν γιατί καταστράφηκαν οικονομικά. Είναι οι χιλιάδες άστεγοι, αυτοί που κυνηγούν τα συσσίτια, αυτοί που τρέφονται από τα σκουπίδια, αυτοί που αργοπεθαίνουν στο περιθώριο. Είναι όλοι αυτοί οι κολασμένοι που χρεοκόπησαν οικονομικά και κοινωνικά, που πληρώνουν με τη ζωή τους και με τη ζωή των παιδιών τους τη “σωτηρία της χώρας”. Όλοι αυτοί έχουν καταλάβει τι θα πει να χρεοκοπεί η ζωή σου, τι θα πει να να μην αξίζει η ζωή σου τίποτα. Έχουν καταλάβει ότι η “αποφυγή της χρεοκοπίας της Ελλάδας” σημαίνει πόλεμο ενάντια στην κοινωνία, σημαίνει κοινωνική ευθανασία.

Η κρίση δεν τελειώνει, η έξοδος στις αγορές δεν σηματοδοτεί την “έναρξη του τέλους της” όπως ισχυρίζονται οι εγκληματίες πολιτικοί της κυβέρνησης και οι συνοδοιπόροι της. Οι αγορές κεφαλαίου με “την εμπιστοσύνη τους στην Ελλάδα” δεν πιστοποιούν την βελτίωση της ελληνικής οικονομίας. Υπογράφουν απλώς, ένα νέο κερδοσκοπικό storyγια τα κέρδη του άμεσου μέλλοντος. Και αν λάβουμε υπόψιν μας μια εφημερίδα αντιπροσωπευτική του μεγάλου κεφαλαίου, την FinancialTimes, που αμέσως μετά την “επιτυχή έξοδο του ελληνικού κράτους στις αγορές” έγραφε πως “η ελληνική οικονομία δεν είναι ούτε σε ανάκαμψη ούτε σε ύφεση, η ελληνική οικονομία έχει καταρρεύσει”, συμπληρώνοντας ότι “πρέπει να αφεθεί να καταρρεύσει η ελληνική οικονομία”, διαπιστώνουμε ότι το successstorymadeinGreeceαναγνωρίζεται ως φούσκα, ως στημένη απάτη και από τμήμα της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ.

Η αγορά ελληνικών ομολόγων από τα κοράκια του μεγάλου κεφαλαίου είναι μια απόδειξη ότι η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού όχι μόνο δεν τελειώνει, αλλά βαθαίνει. Ότι “η μεγάλη ρευστότητα”, τα λιμνάζοντα στη χρηματοπιστωτική σφαίρα κεφάλαια αδυνατώντας να βρουν άλλες κερδοφόρες επενδυτικές διεξόδους, για μια ακόμη φορά στρέφονται μαζικά στην αγορά κρατικού χρέους επενδύοντας ακόμα και σε κατεστραμμένες με πραγματικούς όρους οικονομίες όπως η ελληνική, της οποίας το χρέος λόγω των υψηλών επιτοκίων δανεισμού είναι ιδιαίτερα αποδοτικό.

 Παράλληλα οι εγγυήσεις από την ευρωζώνη και κυρίως από το ισχυρότερο ευρωπαϊκό κράτος, το γερμανικό -καθώς και το αγγλικό δίκαιο πάνω στο οποίο βασίζονται οι όροι του νέου ομολόγου που αποκλείουν τη μονομερή διαγραφή του-,εξασφαλίζει πως από εδώ και στο εξής οι πάσης φύσεως γύπες του χρέους, που στις μέρες μας συμπεριλαμβάνονται και οι μεγάλες τράπεζες της Ευρώπης και των ΗΠΑ, θα πέσουν με τα μούτρα στα ελληνικά ομόλογα. Η πρεμούρα τους για επενδύσεις στο ελληνικό χρέος είναι ανάλογη των προβλημάτων κερδοφορίας που αντιμετωπίζει λόγω της κρίσης το μεγάλο κεφάλαιο, γεγονός που γνωρίζαμε πολύ καλά και γι' αυτό δεν είχαμε καμία αυταπάτη ότι θα ακυρωθεί η αγορά ελληνικών ομολόγων με την επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας. Εξ' άλλου, η εφόρμηση των αγορών για μια ακόμη φορά στο κρατικό χρέος, έρχεται έπειτα από μια μακρά πορεία θεσμικής και δομικής οχύρωσης της ευρωζώνης για την αντιμετώπιση της κρίσης, πορεία που έχει προσφέρει μια προσωρινή σταθεροποίηση στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό σύστημα. Και όπως είπε και ένας ξένος δημοσιογράφος, “στην ουσία οι επενδυτές δεν αγοράζουν Ελλάδα, αγοράζουν ευρώ, αγοράζουν Ευρώπη”.

Αυτό όμως που κυρίως “αγοράζουν οι επενδυτές” είναι καθεστωτική σταθερότητα μετά από τέσσερα χρόνια μνημονίου χωρίς την ύπαρξη σοβαρής κοινωνικής και πολιτικής απειλής ικανής να κλονίσει τη συστημική ισορροπία στη χώρα. “Αγοράζουν” ευρωπαϊκή πολιτική και κοινωνική σταθεροποίηση. “Αγοράζουν” την απουσία ισχυρής κοινωνικής αντίστασης, την απουσία της απειλής ενός δυνατού επαναστατικού κινήματος, του μόνου πραγματικά αντίπαλου πολιτικού δέους στις καθεστωτικές πολιτικές αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος. “Αγοράζουν” την απουσία μιας διευρυμένης κοινωνικά επαναστατικής διαδικασίας για την έξοδο από την κρίση, για την έξοδο από την κυριαρχία του κεφαλαίου και του κράτους. “Αγοράζουν” τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι είναι ικανή να επιβάλει την κοινωνική υποταγή. Αυτή τη συνθήκη ήρθε να χτυπήσει η επίθεση στην Τράπεζα της Ελλάδας λίγες ώρες πριν την πώληση του ομολόγου.

Το χειρότερο πρόσωπο της κρίσης δεν το έχουμε δει ακόμη. Ο πόλεμος αυτός θα συνεχιστεί με αμείωτη ένταση. Το σύστημα διψά για περισσότερο αίμα, για περισσότερες ανθρωποθυσίες. Όσοι δεν πεθάνουν από την πείνα, από τις αρρώστιες, από το κρύο, από την απελπισία, θα μετατραπούν στους εξαθλιωμένους δούλους του κεφαλαίου. Ήδη μας τα έχουν πάρει όλα και παραμένουμε αλυσοδεμένοι στο σαπιοκάραβο της καπιταλιστικής επιβίωσης. Τι άλλο περιμένουμε να χάσουμε; Τι άλλο έχουμε να χάσουμε; Hυπομονή, η καρτερικότητα, η εγκράτεια ηχούν πλέον ως κούφιες λέξεις κατευθυνόμενες από τα πολιτικά παπαγαλάκια του καθεστώτος, που μόνο στόχο έχουν να διατηρήσουν το καθεστώς κοινωνικής υποδούλωσης, να συντηρήσουν την ηττοπάθεια και την παραίτηση, να αποτρέψουν την εξέγερση των κολασμένων.

Δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε στην ιστορία του καπιταλισμού τόσο ανελέητος πόλεμος εναντίον ενός λαού σε καιρό ειρήνης. Χωρίς μάχες, χωρίς βόμβες, χωρίς όπλα. Η κοινωνική και ανθρωπιστική κρίση που ζει αυτός ο τόπος δεν έχει προηγούμενο, με τη μαζική κοινωνική εξαθλίωση να συγκρίνεται μόνο με αυτή ενός πραγματικού πολέμου. Και την ευθύνη για αυτή την κατάσταση που συνιστά στην πραγματικότητα κοινωνική γενοκτονία, την έχουν όλοι όσοι εφάρμοσαν συνειδητά τις μνημονιακές πολιτικές. Αυτοί που ψήφισαν και εφάρμοσαν το πρώτο μνημόνιο, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και το δεύτερο μνημόνιο μαζί με τα υπερεθνικά όργανα του μεγάλου κεφαλαίου, δηλαδή την τρόικα του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της ΕΕ.

Από την άλλη, δεν υπήρξε ποτέ τόσο επιτακτική η ανάγκη για έναν λαό να ξεσηκωθεί ενάντια στους δυνάστες του. Να οργανωθεί και να πολεμήσει για την ανατροπή του συστήματος. Δεν υπήρξε ποτέ τόσο μεγάλη, τόσο επιτακτική η ανάγκη για έναν μεγάλο λαϊκό ένοπλο αγώνα ενάντια στην οικονομική και πολιτική εξουσία. Για να χτυπήσουμε αυτούς που ευθύνονται για την κοινωνική κατάντια. Για να χτυπήσουμε αυτούς που μας σκοτώνουν. Για να χτυπήσουμε αυτούς που τσάκισαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Για να γυρίσουμε την πλάτη σε κάθε είδους καθεστωτικό πολιτικό που με ψέμματα σπεκουλάρει στην ανθρώπινη δυστυχία για να αναρριχηθεί στην εξουσία. Είναι η εποχή να σηκώσουμε κεφάλι, να αποτινάξουμε το φόβο, να βρούμε το θάρρος να τους πολεμήσουμε. Γιατί το μόνο που τους κρατά δυνατούς, το μόνο που κρατά όρθιο το σάπιο σύστημά τους είναι η κοινωνική υποταγή.

Ο ένοπλος αγώνας σήμερα είναι πιο αναγκαίος από ποτέ. Είναι το σάλπισμα του ξεσηκωμού για τους προλετάριους στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, σε όλο τον πλανήτη. Είναι το σάλπισμα του ξεσηκωμού για τους σύγχρονους σκλάβους. Για να πολεμήσουμε τις πολιτικές της “οικονομικής σωτηρίας” που μόνο καταστροφές φέρνουν. Για να βοηθήσουμε το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς να χρεοκοπήσει τελειωτικά, να καταρρεύσει. Είναι το κάλεσμα για την αγωνιστική, για την επαναστατική κοινωνική συσπείρωση. Για να ξεμπερδέψουμε με τους εγκληματίες της άρχουσας τάξης και του κράτους, για να διώξουμε τον κάθε λογής απατεώνα της καθεστωτικής πολιτικής. Για να πάρουμε ό,τι μας ανήκει, για να πάρει ο λαός όλο τον κοινωνικό πλούτο αποκλειστικά στα δικά του χέρια, να τον διαχειριστεί με βάση τις πραγματικές του ανάγκες και έχοντας ως αρχή όχι το κέρδος, αλλά την κοινωνική αλληλεγγύη. Για να δημιουργήσουμε μια κοινωνία οικονομικής και πολιτικής ισότητας, μια κοινωνία πραγματικά ελεύθερων ανθρώπων.

Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΥΛΟΒΑΤΗΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Αυτή τη φορά χτυπήσαμε την Τράπεζα της Ελλάδας. Ένα μηχανισμό με κεντρικό ρόλο στην καπιταλιστική λειτουργία και στη διαχείριση της κρίσης. Δεν πρόκειται για έναν ουδέτερο οργανισμό. Ο ρόλος της από την αρχή της δημιουργίας της ως σήμερα είναι βαθιά ταξικός, βαθιά αντικοινωνικός. Δημιουργήθηκε ως η Τράπεζα των ελληνικών τραπεζών και εξυπηρετούσε πάντα τους Έλληνες, αλλά και ξένους οικονομικά ισχυρούς. Σήμερα ως μέρος του ευρωσυστήματος, ως παρακλάδι του υπερεθνικού οικονομικού μηχανισμού της ΕΚΤ, κατέχει κεντρικό ρόλο στην εκπόνηση και επιβολή των δολοφονικών για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας σχεδίων διάσωσης του ευρωπαϊκού οικονομικού καθεστώτος. Είναι ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές στον πόλεμο εναντίον της κοινωνικής βάσης που διεξάγει αυτή την περίοδο το μεγάλο κεφάλαιο και τα κράτη.

Η Τράπεζα της Ελλάδας δημιουργήθηκε το 1927, με κεντρική αποστολή τον έλεγχο της ελληνικής οικονομίας για λογαριασμό κυρίως της αγγλικής αστικής τάξης, που ήθελε να διασφαλίσει ότι τα δάνεια τα οποία είχε δώσει στο ελληνικό κράτος, θα αποπληρώνονταν. Ξεκίνησε ως ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία και παρέμεινε τέτοια, ακόμα και στη περίοδο που οι κεντρικές τράπεζες άλλων κρατών στην Ευρώπη κρατικοποιούνταν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπως υπαγόρευε το κεϋνσιανό οικονομικό μοντέλο που κυριαρχούσε εκείνη την περίοδο. Η Τράπεζα της Ελλάδας όχι μόνο είναι ιδιωτική -μόνο δυο ακόμα ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες δεν είναι κρατικές-, αλλά ως ανώνυμη πολυμετοχική εταιρία όπως ορίζεται από το καταστατικό της, είναι εισηγμένη και στο χρηματιστήριο. Κανείς δεν γνωρίζει ποιοι είναι αυτοί οι μέτοχοι, κανείς δεν γνωρίζει για την κερδοφορία ποιών κεφαλαίων δουλεύει. Οι μέτοχοι παραμένουν στο σκοτάδι, απαγορεύεται ρητώς η δημοσιοποίηση των στοιχείων τους, κανένας δημόσιος έλεγχος και καμία κρατική παρέμβαση δεν επιτρέπεται στην λειτουργία της και το κράτος απαγορεύεται να κατέχει μετοχές της που να υπερβαίνουν το 35% του συνόλου, ώστε να αποτρέπεται ο κρατικός έλεγχος σε αυτήν. Σήμερα το ελληνικό κράτος κρατά το 6% των μετοχών της.

Πάντα ήταν ένας μηχανισμός που δούλευε για την ισχυροποίηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, για την τραπεζική τοκογλυφία, για την αφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων από την άρχουσα τάξη, για την ωμή υφαρπαγή κοινωνικού πλούτου και για τη μεταφορά του προς τους οικονομικά ισχυρούς. Σημαντικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής υφαρπαγής κοινωνικού πλούτου είναι η δυνατότητά της δια νόμου που ψηφίστηκε επί κυβερνήσεως Σημίτη του 1997, να κατέχει και να διαχειρίζεται εν λευκώ τους πόρους των νοσοκομείων, των πανεπιστημίων, των ΤΕΙ, των ασφαλιστικών ταμείων και όλων των δημοσίων οργανισμών. Τους πόρους αυτούς η τράπεζα τους διαχειρίζεται χωρίς να λογοδοτεί σε κανέναν, τοποθετώντας τους σε μετοχοδάνεια και σε κάθε λογής θαλασσοδάνεια προς ενίσχυση μεγάλων επιχειρήσεων και τραπεζών. Οι πόροι αυτοί έχουν ήδη λεηλατηθεί, με πιο άγρια περίπτωση επένδυσής του αυτή της αγοράς κρατικών ομολόγων παραμονές του PSI. Από την κίνηση αυτή τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν χάσει 14 δισεκατομμύρια ευρώ, τα πανεπιστήμια 100 εκατομμύρια ενώ έχουν απομείνει τα 40, τα νοσοκομεία λεηλατημένα και χωρίς πόρους κλείνουν, υπολειτουργούν, συγχωνεύονται. Και σε αντίθεση με τις τράπεζες που αναπληρώνουν τα κεφάλαια που έχασαν από το κούρεμα του ελληνικού χρέους με δισεκατομμύρια, τα οποία δανείζεται το ελληνικό κράτος και αποπληρώνει ο ελληνικός λαός, οι δημόσιοι αυτοί πόροι δεν πρόκειται ποτέ να ανακεφαλαιοποιηθούν.

Η ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος από την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ είναι ταυτισμένη με την ιστορία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Από το 1998 οπότε δημιουργήθηκε η ΕΚΤ και ο μηχανισμός του ευρωσυστήματος που απαρτίζεται από το σύνολο των εθνικών κεντρικών τραπεζών των 17 χωρών – μελών της ΟΝΕ, η Τράπεζα της Ελλάδας έχει επιφορτιστεί με την επιβολή στην Ελλάδα των αποφάσεων της ΕΚΤ. Οπότε η αναζήτηση του ρόλου της, των ευθυνών της για την περίοδο της κρίσης και των μελλοντικών αποτελεσμάτων που δύναται να έχει η δράση της, βρίσκεται στη διερεύνηση του ρόλου του υπερεθνικού μηχανισμού της ΕΚΤ. Ενός μηχανισμού κεντρικής σημασίας για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος, με ιδιαίτερες εξουσίες στη διαμόρφωση της ταξικής οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη, φτιαγμένου για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Χτυπώντας την Τράπεζα της Ελλάδος δεν χτυπάμε έναν εθνικό οικονομικό οργανισμό, αφού η ιδιότητά της ως θεματοφύλακα της ελληνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης -στο βαθμό που κάποτε τουλάχιστον υπήρξε αυτός ο ρόλος- έχει απολεστεί με την απεμπόλιση των προηγούμενων εξουσιών της και την απορρόφησή της από την κεντρική ευρωπαϊκή οικονομική εξουσία.
Χτυπώντας σήμερα την Τράπεζα της Ελλάδος, χτυπάμε τα συμφέροντα της ευρωπαϊκής οικονομικής ολιγαρχίας. Χτυπάμε τον θεσμό της ΟΝΕ, χτυπάμε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές στις οποίες στηρίχτηκε η δημιουργία της, χτυπάμε το ευρώ, ένα νόμισμα που συγκεντρώνει τα πιο απεχθή χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού. Χτυπάμε έναν κεντρικό πυλώνα του συστήματος.

Η ιστορία της ΕΚΤ είναι αδιαχώριστη με την ιστορία του ίδιου του καπιταλισμού και συγκεκριμένα με την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης και της παγκοσμιοποίησης, ενώ η αναγκαιότητα της δημιουργίας της βρίσκεται στην προσπάθεια της ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης να ξεπεράσει ο καπιταλισμός τα προβλήματα αναπαραγωγής του. Τα προβλήματα αυτά ξεκινούν την περίοδο όπου εκδηλώθηκε η πρώτη μεταπολεμική κρίση του συστήματος τη δεκαετία του '70 και που την δραματική μετεξέλιξή της - αποτέλεσμα των αδιέξοδων και αναποτελεσματικών σχεδιασμών επίλυσής της-, βιώνουμε όλοι σήμερα με τον πιο άγριο τρόπο.

Είναι γνωστό πως η ευρωπαϊκή ενοποίηση μεταπολεμικά πέρασε από σειρά μεταβατικών σταδίων, σχηματισμών και συμμαχιών πριν λάβει τον σημερινό της χαρακτήρα. Αρχικά ως εμπορική ένωση συνέτεινε στη διαμόρφωση μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς που εξυπηρετούσε τη διεθνοποίηση του καπιταλισμού, η οποία μετά από δυο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους είχε γίνει πλέον κοινή συνείδηση των καπιταλιστών και των πολιτικών ηγεσιών ότι αποτελεί μονόδρομο για την ομαλή αναπαραγωγή του συστήματος. Όμως ο συνδυασμός του κεϋνσιανισμού και της τάσης του κεφαλαίου προς τη διεθνή επέκτασή του συγκρούστηκαν τη στιγμή που η πρώτη μεγάλη μεταπολεμική κρίση του συστήματος εμφανίστηκε δείχνοντας παράλληλα και τα όρια του κρατικού παρεμβατισμού στην καπιταλιστική λειτουργία.

Τα κέρδη για το κεφάλαιο στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες ήταν μεγάλα κατά την περίοδο μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου και στο διάστημα που ακολούθησε σημειώθηκε η μεγαλύτερη τεχνολογική έκρηξη στην σύγχρονη ιστορία του καπιταλισμού. Παράλληλα με τα μεγάλα κέρδη του κεφαλαίου, αυξανόταν η παραγωγικότητα, το παγκόσμιο εμπόριο και το παγκόσμιο ΑΕΠ. Η δεκαετία του '60 σημαδεύτηκε και από την εκρηκτική μεγέθυνση των πολυεθνικών μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών. Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '60 άρχισε η μείωση της καπιταλιστικής κερδοφορίας σε όλες τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες. Τα μεγάλα κέρδη των επιχειρήσεων μεταπολεμικά αύξησαν την κοινωνική ισχύ των καπιταλιστών που άρχισαν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '60 να δυσανασχετούν με τους υψηλούς μισθούς, τις κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία, την υψηλή φορολογία στις επιχειρήσεις και τα κέρδη. Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου δεν είχαν την αναμενόμενη απόδοση, οι καπιταλιστές απαιτούσαν ακόμα μεγαλύτερη κερδοφορία και η πρώτη μεταπολεμικά κρίση έκανε την εμφάνισή της.

Η υπερβάλλουσα ρευστότητα που συγκεντρώθηκε στις αμερικάνικες τράπεζες από τη ραγδαία μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη και την κερδοφορία των επιχειρήσεων, αναζητούσε απεγνωσμένα επενδυτικές διεξόδους και διαδρομές παράκαμψης των περιορισμών -κρατικών και κοινωνικών-, καθώς και των “αποπνικτικών” για το ισχυροποιημένο πλέον κεφάλαιο παρεμβάσεων που έθετε το μεταπολεμικό σύστημα του Μπρέττον Γουντς, το οποίο εκτός από τη σταθερή και ελεγχόμενα μεταβαλλόμενη ισοτιμία των νομισμάτων, επέβαλε και πολιτικές ρύθμισης των κρατικών ελλειμμάτων και πλεονασμάτων.

Το χρηματοπιστωτικό σύστημα με τη μεγάλη ρευστότητα που συσσώρευε, άρχισε να αποκτά όλο και πιο κεντρικό ρόλο στη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου και στις προσπάθειες ξεπεράσματος της κρίσης. Αυτό υπήρξε ο πολιορκητικός κριός στο σπάσιμο των περιορισμών στην διεθνή κίνηση του κεφαλαίου, που προηγήθηκε της κατάργησης των κρατικών και κοινωνικών ελέγχων πάνω στην παραγωγή και των πολιτικών αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου με όρους πιο ευνοϊκούς για τους εργαζόμενους.

Η πρώτη κίνηση απελευθέρωσης του κεφαλαίου από τα κρατικά και κοινωνικά “δεσμά”, ήταν η δημιουργία της αγοράς ευρωδολαρίων (δολαρίων εκτός των ΗΠΑ) και μέσω των αμερικάνικων κυρίως τραπεζών που δραστηριοποιούνταν εκτός της αμερικάνικης επικράτειας, δρούσε αποφεύγοντας τους περιοριστικούς κρατικούς ελέγχους. Στη συνέχεια με την ανακύκλωση των πετροδολαρίων (δολαρίων προερχόμενα από την αγορά πετρελαίου για τον ανεπτυγμένο βιομηχανικά κόσμο) το χρηματοπιστωτικό σύστημα που την ανέλαβε ισχυροποιήθηκε, διεθνοποιήθηκε και έγινε η ατμομηχανή πλέον της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Ήταν η αρχή για την σταδιακή γιγάντωση του χρηματοπιστωτικού τομέα που όλο και πιο συχνά γινόταν ο καταλύτης στην επίλυση των προβλημάτων επέκτασης του κεφαλαίου, ενώ συσσωρεύοντας συνεχώς οικονομική άρα και κοινωνική ισχύ έγινε ο πολιορκητικός κριός για την ανατροπή της μεταπολεμικής οργάνωσης της οικονομίας. Μέσω αυτού τα κεφάλαια που λίμναζαν στα θησαυροφυλάκια των τραπεζών αναζητούσαν “φλέβες χρυσού”, κερδοφόρες επενδύσεις ανά την υφήλιο. Ορμούσαν σε χώρες, σε παραγωγικούς τομείς, σε τοπικές οικονομίες, απομυζούσαν τα κέρδη και έφευγαν για νέες επενδύσεις αφήνοντας πίσω τους χρεοκοπίες, καταστροφές, λιμούς, φτώχεια.

Η συνεχώς αυξανόμενη ισχύς του χρηματοπιστωτικού συστήματος ήρθε ως “φυσική” απόρροια σειράς παραγόντων που αφορούσαν στα προβλήματα αναπαραγωγής του καπιταλισμού που κορυφώθηκαν με την κρίση της δεκαετίας του '70.
Υπό την πίεση της πρώτης μεταπολεμικά κρίσης, η διεθνής άρχουσα τάξη επέβαλε τους όρους της για την υπέρβαση των προβλημάτων. Η συνέχιση της συσσώρευσης θα συνεχιζόταν με την επίθεση στους μισθούς, με τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, με την ημιαπασχόληση, με τη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις, τα κέρδη και την περιουσία των πλουσίων, με την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, με την απελευθέρωση από κάθε κρατικό παρεμβατισμό της καπιταλιστικής λειτουργίας. Οι παραπάνω πολιτικές όμως, είχαν ως άμεσο αποτέλεσμα και τη μείωση των κρατικών εσόδων που άνοιξαν το δρόμο για τον εκτεταμένο δανεισμό των κρατών δημιουργώντας μια ακόμα μεγάλη κερδοφόρα αγορά για το κεφάλαιο, αυτή του κρατικού χρέους.

Στην Ευρώπη οι ανάγκες του συστήματος για συνέχιση της συσσώρευσης, έθεσε επιτακτικά το ζήτημα της προώθησης της ευρωπαϊκής νεοφιλελεύθερης οικονομικής ενοποίησης που θα προστάτευε το κεφάλαιο από την απειλή των υψηλών μισθών και των εργασιακών διεκδικήσεων, που θα ευνοούσε την επέκταση του κεφαλαίου προς κάθε κερδοφόρα δραστηριότητα, που θα στήριζε το χρηματοπιστωτικό σύστημα και θα περιφρουρούσε το νέο ενισχυμένο ρόλο του στην καπιταλιστική επέκταση, που θα ευνοούσε την επέκταση του δανεισμού και θα μείωνε το ρίσκο, που θα διασφάλιζε την προστασία των αποταμιεύσεων των πλουσίων και των περιουσιακών τους στοιχείων. Για όλα τα παραπάνω κεντρική προϋπόθεση ήταν ένα κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, που θα λειτουργούσε όχι μόνο ως νόμισμα για το παγκόσμιο εμπόριο, τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών και των επιχειρήσεων, αλλά θα λειτουργούσε ως διεθνές ισχυρό αποθεματικό νόμισμα, ως παγκόσμιο χρήμα. Επιτακτικός παράγοντας και γεγονός – σταθμός για την προώθηση της νομισματικής ενοποίησης υπήρξε η κατάργηση του κανόνα του χρυσού από το κράτος των ΗΠΑ και η ελεύθερη διακύμανση της ισοτιμίας των νομισμάτων στην αγορά συναλλάγματος, εξέλιξη που κλόνιζε την ευρωπαϊκή οικονομική σταθερότητα βάζοντας σε διαρκή δοκιμασία τα νομίσματα των ευρωπαϊκών κρατών.

Πρώτος σταθμός στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν η δημιουργία του Ενιαίου Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ) το 1979 και η υιοθέτηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Μονάδας (ΕΚΜ) με την οποία συνδέθηκαν τα νομίσματα ευρωπαϊκών χωρών με μια σταθερή ισοτιμία και δυνατότητα απόκλισης υπό προϋποθέσεις έως 2,5%. Επόμενος σταθμός η συνθήκη του Μάαστριχτ, όπου υπογράφηκε το θεσμικό πλαίσιο της ευρωζώνης και συμφωνήθηκαν από τα συμβαλλόμενα μέλη της ΕΕ οι όροι ένταξης στη νομισματική ένωση που επρόκειτο να δημιουργηθεί. Τόσο το θεσμικό πλαίσιο όσο και οι όροι ένταξης στη ζώνη του ευρώ είχαν καθοριστεί από τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες και τις επιχειρήσεις, δηλαδή από το μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο, για του οποίου τα συμφέροντα η ΕΚΤ -που η ληξιαρχική πράξη γέννησής της ήταν η συνθήκη του Άμστερνταμ το 1998-, έπαιρνε υπό τον έλεγχό της τον χρυσό μιας χώρας από την πρώτη στιγμή που αυτή εντασσόταν στην ΟΝΕ. Όλοι θα θυμούνται την ημέρα -επί κυβερνήσεως Σημίτη- που φορτηγά με τόνους χρυσού εγκατέλειπαν την Τράπεζα της Ελλάδος. Με την έναρξη της λειτουργίας της ΟΝΕ όλες οι αποταμιεύσεις, όλος ο κινητός πλούτος κάθε χώρας μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών βρέθηκε υπό την εξουσία της ΕΚΤ που μοίραζε δάνεια στις ευρωπαϊκές τράπεζες για να τα επενδύσουν όπου υπήρχε μεγάλο περιθώριο κέρδους.
Τόσο το ευρώ ως ένα σταθερό και ισχυρό -σκληρό- νόμισμα όσο και οι πολιτικές που συμπεριλάμβανε η νομισματική ενοποίηση και οι οποίες προϋπέθεταν την επιβολή αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων και νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων (έλλειμμα έως 3% του ΑΕΠ, χρέος έως 60% του ΑΕΠ με προοπτική μείωσης, νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, μείωση του εργασιακού κόστους, αποκρατικοποιήσεις κλπ), συνέκλιναν στην ίδια κατεύθυνση αντιμετώπισης των προβλημάτων

ναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος. Η ΕΚΤ από την αρχή της ζωής της το 1998, οπότε και τέθηκε σε εφαρμογή η νομισματική ενοποίηση, παράλληλα με τον ρόλο της να κόβει ευρώ, επιφορτίστηκε και με σειρά νομισματικών και, έμμεσα, δημοσιονομικών λειτουργιών, όπως να διατηρεί τον πληθωρισμό στην ευρωζώνη σε επίπεδα χαμηλότερα του 2%, να ανεβοκατεβάζει τα επιτόκια δανεισμού στην διατραπεζική αγορά με βάση τις αυξομειώσεις του πληθωρισμού, να βοηθά στην επέκταση του κρατικού, αλλά και ιδιωτικού χρέους διοχετεύοντας ρευστότητα προς τις τράπεζες για τον σκοπό αυτό, οι οποίες τελικά, δάνειζαν τις κυβερνήσεις με επιτόκια πολύ υψηλότερα από αυτά με τα οποία οι ίδιες δανείζονταν από την ΕΚΤ. Έχοντας το χρηματοπιστωτικό σύστημα γίνει το κέντρο της καπιταλιστικής λειτουργίας στην Ευρώπη και με την ΕΚΤ να αποτελεί την καρδιά του συγκεντρώνοντας τεράστια οικονομική άρα και πολιτική-κοινωνική ισχύ, κάθε οικονομική και δημοσιονομική πολιτική που επιβάλλεται στα μέλη της ΟΝΕ από την αρχή της ύπαρξης του ευρώ, υπαγορεύεται σε μεγάλο βαθμό από τις ανάγκες διατήρησης της σταθερότητας του νομίσματος. Υποτιμώντας την εργασία και το βιοτικό επίπεδο των λαών μέσω των πολιτικών δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας, μεταφέρεται η όποια νομισματική αστάθεια στην κοινωνική βάση, και το χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να επεκτείνεται και να ισχυροποιείται. Από το 1998 οπότε και ξεκίνησε η ζωή της ΕΚΤ, οι παγκόσμιες αποταμιεύσεις που συσσωρεύονταν στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα άρχισαν να αυξάνονται με ταχύτατους ρυθμούς και οι τράπεζες της Ευρώπης έγιναν ο ισχυρός θεματοφύλακας του υπερεθνικού χρηματικού κεφαλαίου με εργαλείο το σκληρό κοινό νόμισμα. Το 2007 έφτασαν να κατέχουν το 61% των παγκόσμιων καταθέσεων και το 2009 το 56% -οι ΗΠΑ κατείχαν το 11% και 13% για τις αντίστοιχες χρονιές ενώ οι ασιατικές τράπεζες το 12% και 14%.

Η ανάγκη αρχικά για τη νομισματική και στη συνέχεια για την οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης κυριάρχησε έναντι πλήθους άλλων επιχειρηματικών και πολιτικών συμφερόντων στο εσωτερικό των κρατών και δεν συνιστά την έκφραση των συμφερόντων κάποιας μεμονωμένης εθνικής άρχουσας τάξης ή ενός κράτους. Ήρθε ως αποτέλεσμα μιας συνάθροισης ταξικών συμφερόντων, συχνά αντιφατικών και αλληλοσυγκρουόμενων, στα οποία κυριάρχησαν τα πιο ισχυρά από αυτά έναντι των υπολοίπων. Και στην περίοδο που προαναφέραμε πρωτίστης σημασίας ήταν τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και η ανάγκη του ευρωπαϊκού κεφαλαίου για νομισματική σταθερότητα, για επέκταση στις διεθνείς αγορές, για τη δημιουργία ενός ισχυρού αποθεματικού νομίσματος που θα εξυπηρετούσε τις αυξανόμενες ανάγκες αποθησαυρισμού για τους οικονομικά ισχυρούς του πλανήτη.

Συνεπώς και η δημιουργία της νομισματικής ένωσης στην Ευρώπη δεν έγινε χωρίς εμπόδια, πισωγυρίσματα και συγκρούσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών. Αν λάβουμε υπόψιν μας τα συμφέροντα της γερμανικής άρχουσας τάξης την περίοδο πριν την νομισματική ενοποίηση της Ευρώπης, είναι γνωστό από την ιστορία ότι αυτά συνιστούσαν και τον πιο σύνθετο χάρτη διαφορετικών και συχνά αντικρουόμενων τάσεων, καθώς η απώλεια του μάρκου -του πιο ισχυρού ευρωπαϊκού νομίσματος - και η απώλεια ελέγχου του γερμανικού κράτους πάνω στη νομισματική του πολιτική, έφερε και τις μεγαλύτερες αντιδράσεις στο προχώρημα της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης.

Η σταθερότητα του ευρώ κυριαρχεί σε μεγάλο βαθμό ως ζητούμενο σήμερα εν όψει της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη και με βάση αυτό το ζητούμενο εκπονείται κάθε οικονομική πολιτική που επιβάλλεται στις χρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα. Γιατί από τη σταθερότητά του καθορίζεται η δυνατότητα της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ να διατηρεί την αξία του πλούτου της αλώβητη σε περίοδο κρίσης, όπου η απαξίωση κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων εξοντώνει μεγάλα τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών και χτυπά ακόμα και τα λιγότερο ισχυρά τμήματα των Ευρωπαίων πλουσίων.

Αυτό ήταν και ένα σημαντικότατο κριτήριο για την απόφαση της ευρωπαϊκής οικονομικής και πολιτικής ελίτ να κρατήσει την Ελλάδα στην ζώνη του ευρώ αποφεύγοντας το ρίσκο μιας απειλητικής για την σταθερότητα του κοινού νομίσματος διάχυση της κρίσης, απόφαση που πάρθηκε κατόπιν μακράς πορείας συγκρούσεων και διαφωνιών στο εσωτερικό της, αφού όπως όλοι ξέρουμε, η προοπτική της εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη ήταν πραγματική και για πολλούς επιτακτική μέχρι κάποιου σημείου και όχι ζήτημα τακτικής και εκβιασμών της Γερμανίας και της τρόικας να αποδεχτούν οι ελληνικές κυβερνήσεις τις μνημονιακές συμβάσεις και τις πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής.

Συμπερασματικά καταλήγουμε ότι:

Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ΟΝΕ και του ευρώ ήρθε ως απόρροια της κρίσης του συστήματος και ως διέξοδος στην συνέχιση της συσσώρευσης και την αναπαραγωγή του

καπιταλισμού. Η κρίση στην Ευρώπη δεν είναι αποτέλεσμα δομικών προβλημάτων της ΟΝΕ, του ευρώ και της οικονομικής αρχιτεκτονικής στην ευρωζώνη, παρά το γεγονός ότι αυτά συνέβαλαν στην όξυνσή της. Όμως, η ύπαρξή τους και οι πολιτικές που επιβάλλονται με στόχο τη διατήρηση της σταθερότητας του κοινού νομίσματος και της ΟΝΕ, της σταθερότητας δηλαδή, της υπερεθνικής ευρωπαϊκής οικονομικής και πολιτικής δομής που συνιστά προϋπόθεση για τη διατήρηση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, βαθαίνουν την κρίση, κοινωνικοποιούν το κόστος της και τα βάρη αναπαραγωγής του καπιταλισμού.

ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΕΟΣ

Οι νεοφιλελεύθερες επιθέσεις στην εργασία και η μείωση του κόστους παραγωγής κατάφερε να ανατρέψει τη μείωση της κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Όμως η υπερσυσσώρευση κεφαλαίων ήταν τέτοια που δεν αρκούσαν οι υπάρχουσες παραγωγικές δομές στις ανεπτυγμένες οικονομίες για να απορροφηθούν αυτά με κερδοφόρους όρους. Η τεχνολογική εξέλιξη που θα αποκαθιστούσε την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία των επιχειρήσεων στον μεταπρατικό τομέα, είχε και αυτή μια φθίνουσα πορεία με εξαίρεση ορισμένες περιόδους -όπως αυτή των αρχών της δεκαετίας του '90-, που όμως σε καμία περίπτωση δεν έφταναν τις τεχνολογικές εκρήξεις την περίοδο του Β' παγκόσμιου πολέμου και των χρόνων που ακολούθησαν.

Αυτό που κατάφερε η τεχνολογική εξέλιξη ήταν να δώσει τη μεγαλύτερη δυνατή ώθηση στην πρακτική του δανεισμού. Σε αυτή την διαδικασία ενεπλάκησαν από τη δεκαετία του '80 όλοι οι κεφαλαιοκράτες. Το χρηματιστικό κεφάλαιο ως η αδιαχώριστη ενοποιημένη μορφή του βιομηχανικού και πιστωτικού κεφαλαίου και με διεθνή πλέον χαρακτήρα, ήταν αυτό που καθόριζε τις κυρίαρχες τάσεις συνέχισης της συσσώρευσης. Ενδεικτικό της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής εξέλιξης είναι οι πολυεθνικές που δημιούργησαν ένα πολυδαίδαλο και διεθνές δίκτυο επιχειρήσεων με πλήθος δραστηριοτήτων, με διάσπαρτα ανά την υφήλιο πολυκλαδικά συγκροτήματα, με θυγατρικές, υπεργολαβικές, με τραπεζικά σχήματα και πλήθος επενδυτικών δραστηριοτήτων στην χρηματοπιστωτική σφαίρα. Βιομηχανίες γίνονταν πιστωτές δημιουργώντας συχνά τα δικά τους τραπεζικά και επενδυτικά σχήματα, τράπεζες γίνονταν επενδυτές στην παραγωγή με την έκδοση, αγοραπωλησία ομολογιών και μετοχών επιχειρήσεων καθιστώντας όλο και δυσκολότερο τον διαχωρισμό των συμφερόντων ανάμεσα στους διάφορους κλάδους καπιταλιστικής λειτουργίας.

Οι νέες τάσεις του κεφαλαίου μαζί με τη δυνατότητα μείωσης του χρόνου κίνησής του που έφεραν οι νέες τεχνολογίες, συνέτειναν καθοριστικά στο να αναζητήσει ο καπιταλισμός μια διέξοδο από την κρίση του στην οικονομία του χρέους. Μέσω αυτής της αγοράς πραγματοποιούσε τη μεγαλύτερη άντληση κέρδους και εξασφάλιζε την επέκταση του κεφαλαίου με πιο γοργούς ρυθμούς. Τα δάνεια προς τα κράτη, προς τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις, τα χρηματιστήρια, η αγορά συναλλάγματος και μια πλούσια γκάμα χρηματιστικών εργαλείων όπως τα παράγωγα, εξασφάλιζαν εντατική άντληση κερδών μέσα σε πολύ σύντομους χρονικά κύκλους κίνησης των κεφαλαίων.

Αυτό όμως που δείχνει τη σημασία του ρόλου του ευρώ και της ΕΚΤ στις νέες επενδυτικές τάσεις, είναι το γεγονός ότι μικρό μέρος των χρημάτων που κυκλοφορούσαν στη χρηματιστική σφαίρα αποτελούνταν από τα αποθέματα της ΕΚΤ, τα οποία και εξαντλήθηκαν αρκετά γρήγορα. Το μεγαλύτερο μέρος του δανεισμού της ΕΚΤ προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα της ευρωζώνης και τις μεγάλες επιχειρήσεις γίνεται με την δημιουργία χάρτινου και ηλεκτρονικού χρήματος -πρακτική που στηρίζεται στη μονεταριστική πολιτική και τη διατήρηση με κάθε θυσία χαμηλού πληθωρισμού στην ευρωζώνη- το οποίο όμως, συνιστά και μια σχέση χρέους που συνδέεται με την αβέβαιη προοπτική ότι το συγκεκριμένο χρήμα πραγματοποιώντας τον κύκλο αγοραπωλησιών που είναι προορισμένο, θα αποφέρει περισσότερο χρήμα. Με αυτή την έννοια η ίδια η ΕΚΤ είναι ένας μηχανισμός παραγωγής χρέους και η επιβίωσή της όπως και η επιβίωση του ευρώ και της ΟΝΕ εξαρτάται από την δυνατότητα του συστήματος να συνεχίζει τη διαδικασία της συσσώρευσης. Και αυτή η διαδικασία στα χρόνια της ΟΝΕ δεν βρήκε αλλού αποτελεσματικότερη διέξοδο από την χρηματοπιστωτική σφαίρα, διογκώνοντας συνεχώς το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος.

Το δημόσιο χρέος από τη δεκαετία του '80 κατέληξε να γίνει για ένα διάστημα μια αποτελεσματική και ασφαλής μέθοδος μεταφοράς του κοινωνικού πλούτου από την κοινωνική βάση προς τις τράπεζες και από εκεί στην άρχουσα οικονομικά τάξη. Το ιδιωτικό χρέος που από τη δεκαετία του '90 άπλωσε τα πλοκάμια του ακόμα και στους φτωχότερους της Ευρώπης, αποτέλεσε μια μεγάλη πηγή εσόδων για τις τράπεζες, αντιστάθμισε αποτελεσματικά για μεγάλο χρονικό διάστημα το πρόβλημα της μειωμένης κατανάλωσης από τους εργαζόμενους, που με τα δάνεια συμπλήρωναν τους μειωμένους μισθούς για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες διαβίωσής τους. Με αυτό τον τρόπο λύθηκε προσωρινά το πρόβλημα της απορρόφησης του παραγόμενου προϊόντος υποθηκεύοντας όμως στις τράπεζες τον κοινωνικό πλούτο-αποτέλεσμα σκληρής εργασίας πολλών δεκαετιών. Παράλληλα, τα χρηματιστήρια τρέφοντας την απάτη του συνεχώς αναπτυσσόμενου και ακμαίου καπιταλισμού συνέβαλαν στη μεταβίβαση κοινωνικού πλούτου από την εργασία προς τους μετόχους των επιχειρήσεων.

Σε αυτή τη διαδικασία πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν οι κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης, όπως και στον υπόλοιπο ανεπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο. Η ΕΚΤ βοηθούσε στην επέκταση του δανεισμού και μεταφοράς πλούτου από την κοινωνική βάση προς μια νέα ισχυροποιημένη άρχουσα τάξη με διεθνή συμφέροντα και υπερεθνικές δραστηριότητες. Σε αυτή δεν περιλαμβάνονται μόνο τραπεζίτες και “μεγαλοκερδοσκόποι” του χρηματιστηριακού τζόγου, στους οποίους συχνά κατευθύνονται τα πυρά για τις ευθύνες της κρίσης από πολιτικές τάσεις που συμφέρον έχουν να διατηρούν τη σύγχυση στους προλετάριους. Στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό με τον μεγαλύτερο βαθμό αλληλεξάρτησης των οικονομικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων που έχει υπάρξει στην ιστορία, βιομήχανοι, τραπεζίτες, έμποροι, εφοπλιστές, κάθε λογής κεφαλαιοκράτες και διαχειριστές κεφαλαίων δραστηριοποιούνται και επενδύουν σε διαφορετικούς τομείς της οικονομίας αναζητώντας την απόσπαση του μέγιστου δυνατού κέρδους στο πιο σύντομο δυνατό χρόνο. Είναι αυτή η υπερεθνική οικονομική ελίτ που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πλούτου. Πρόκειται για μια αισχρή μειοψηφία στον πλανήτη που αντιπροσωπεύει μόλις το 0,7% του παγκόσμιου πληθυσμού (32 εκατομμύρια σε έναν πληθυσμό 6 δισεκατομμυρίων) με τους πιο “φτωχούς” από αυτήν να κατέχουν ο καθένας περιουσία της τάξεως του 1 εκατομμυρίου δολαρίων, που συνολικά κατέχει το 41% του παγκόσμιου πλούτου, δηλαδή 241 τρις δολάρια. Αυτή η ελίτ έχει μια πρωτοφανή ιστορικά ισχύ που χρησιμοποιεί και με πολιτικούς όρους και τα συμφέροντά της δείχνουν τις κατευθύνσεις διεξόδου του συστήματος από την κρίση.

Με τα συμφέροντά της έχουν ταυτιστεί και οι πολιτικές ελίτ, καθώς η αλληλεξάρτηση καθεστωτικής πολιτικής και οικονομίας έχει προχωρήσει κατά την περίοδο της παγκοσμιοποίησης σε τέτοιο βαθμό που καθιστά συχνά από δύσκολο έως αδύνατο το διαχωρισμό τους. Δεν πρόκειται λοιπόν μόνο για “πουλημένους πολιτικούς” και “προδότες” όπως διακηρύττουν πολλοί. Αυτός είναι αφενός ένας εύκολος τρόπος να ξεμπερδεύει κανείς με την απόδοση ευθυνών, αφετέρου είναι και μια συνειδητή πολιτική παραπλάνηση των κάθε λογής πολιτικών τυχοδιωκτών -κυρίως της ακροδεξιάς- για να χειραγωγήσουν τη λαϊκή οργή και να την αξιοποιήσουν για τα δικά τους αντιδραστικά συμφέροντα. Πρόκειται για κοινότητα συμφερόντων μεταξύ κεφαλαίου – πολιτικής ελίτ, με την τελευταία να έχει κερδίσει ανυπολόγιστα κέρδη από τα “οφέλη” της παγκοσμιοποίησης όπως δείχνει για παράδειγμα, η μεγάλη αύξηση των εισοδημάτων της, οι αναρίθμητες περιπτώσεις δημιουργίας off shore εταιρειών από άτομα της καθεστωτικής πολιτικής εξουσίας σε όλο τον κόσμο, αλλά και στην Ελλάδα, η διασύνδεση με σειρά οικονομικών δραστηριοτήτων, οι συνεχείς μεταπηδήσεις πολιτικών στα συμβούλια τραπεζών ή επιχειρήσεων, τραπεζιτών και επιχειρηματιών στα έδρανα των κοινοβουλίων και στα υπουργεία.

Η παγκόσμια οικονομία του χρέους έχει ενσωματώσει το μεγαλύτερο μέρος της καπιταλιστικής λειτουργίας που εξαρτιέται πλέον από αυτή. Όμως δεν πρόκειται για χάρτινη οικονομία όπως συχνά χαρακτηρίζεται. Όπως και το χρήμα που κόβει η ΕΚΤ είναι μια σχέση χρέους που εξαρτιέται στην τελική από την παραγωγή, έτσι και κάθε δάνειο, ομόλογο, μετοχή, κάθε χρηματοοικονομικό εργαλείο αντιπροσωπεύει μια απαίτηση από τη μελλοντική παραγωγικότητα. Ένα δάνειο προς κάποιο εργαζόμενο αντιπροσωπεύει την απαίτηση της αποπληρωμής του από την εργασία. Η μετοχή μιας επιχείρησης αντιπροσωπεύει την απαίτηση από τη μελλοντική υπεραξία. Το δάνειο σε ένα κράτος αντιπροσωπεύει την απαίτηση από το μελλοντικό κρατικό εισόδημα που θα προέλθει από τους φόρους, οι οποίοι με τη σειρά τους θα προέλθουν από την απόσπαση μέρους των μισθών και των περιουσιακών στοιχείων των φορολογουμένων.

Όταν οι απαιτήσεις αυτές φαίνονται ότι μπορούν να ικανοποιούνται και οι προσδοκίες για μεγαλύτερα κέρδη συντηρούνται παράλληλα με την πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός θα συνεχίσει να αναπαράγεται στο διηνεκές, τα χρέη συνεχίζουν να αποφέρουν κέρδη, τα κέρδη επεκτείνουν ακόμα περισσότερο το χρέος αφού παραμένει κερδοφόρο και οι υπέρμετρες προσδοκίες για την καπιταλιστική επέκταση και την εντεινόμενη εκμετάλλευση των λαών δημιουργούν τις φούσκες. Αυτές, όπως είχε πει ένας “διακεκριμένος” παράγοντας των κεφαλαιαγορών, “αποφέρουν κέρδη σε λίγους όταν δημιουργούνται και σε ακόμα λιγότερους όταν σκάνε”, με το τίμημα των απαξιωμένων τίτλων χρέους, των σεισμών στοχρηματοπιστωτικό σύστημα και των επικείμενων καταρρεύσεων να καλούνται να πληρώσουν οι λαοί.
Οι σταθερές αποδόσεις των επενδύσεων στους αναρίθμητους τίτλους χρέους -ιδιωτικού και δημόσιου-συνιστούν αναγκαία τη διατήρηση του ισχυρού ευρώ. Στον ίδιο σκοπό υπάγεται κάθε δημοσιονομική, εργασιακή, φορολογική, αναπτυξιακή πολιτική των κρατών μελών, με την εσωτερική υποτίμηση και την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των λαών να συνιστά μόνη οδό απορρόφησης της νομισματικής και οικονομικής αστάθειας στην Ευρώπη που προέρχεται από την διόγκωση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους.

Με το ευρώ οι τράπεζες κατάφεραν να μετατρέψουν σε τίτλους χρέους τα πάντα: τις ανάγκες χρηματοδότησης των νοικοκυριών, των κρατών, των επιχειρήσεων. Αποτέλεσμα, μέσα στη δεκαετία του κοινού νομίσματος οι τίτλοι χρέους στην ευρωζώνη από 108% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ το 2000, να φτάσουν το 170% το 2009. Η επέκταση του χρέους έφερε και την πρωτοφανή μεγέθυνση των τραπεζών που το 2008 τα χαρτοφυλάκιά τους έφτασαν τα 30 τρις ευρώ, ποσό τριπλάσιο και πλέον του ευρωπαϊκού ΑΕΠ τον ίδιο χρόνο. Ένα πολύ μεγάλο μέρος του ενεργητικού των τραπεζών σήμερα είναι απαξιωμένο λόγω της κρίσης και μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες βρίσκονται στο χείλος της κατάρρευσης. Ποιος θα μπορούσε να αναλάβει το κόστος κατάρρευσης μεγάλων τραπεζών στην Ευρώπη, πολλές εκ των οποίων έχουν ενεργητικό μεγαλύτερο από το ΑΕΠ των χωρών που βρίσκονται; Μερικά μόνο τέτοια παραδείγματα είναι: η BNB Baribas που το 2009 κατείχε ενεργητικό ίσο με το 110% του γαλλικού ΑΕΠ, η ING Group ίσο με το 209 % του ολλανδικού, η Deutsche Bank και η Commerzbank ίσο με το 100% του γερμανικού. Ποιος θα μπορούσε να αναλάβει το κόστος διαγραφής των απαξιωμένων κεφαλαίων τόσο μεγάλων τραπεζών, όταν αυτά μόλις το 2010 υπολογίστηκαν σε 10 περίπου τρις ευρώ, ποσό που υπερβαίνει το ΑΕΠ της ευρωζώνης;

Ως μόνη λύση για τη συντήρηση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος που όπως όλα δείχνουν πρόκειται για σύστημα που στο μεγαλύτερο μέρος του είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένο, η οικονομική και πολιτική ελίτ της Ευρώπης βρίσκει μια διέξοδο: αυτή της συνέχισης της οικονομικής και εργασιακής υποτίμησης, της απαξίωσης του πλούτου που κατέχουν τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, την απαξίωση των περιουσιακών στοιχείων των κρατών, την απεριόριστη παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ προς τις τράπεζες και παράλληλα την συγκεντροποίηση κεφαλαίων, την συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας μέσω της προώθησης της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης. Και όλα αυτά για να συνεχίσουν να τροφοδοτούν με ρευστότητα τις χρεοκοπημένες ευρωπαϊκές τράπεζες που έχουν ενισχυθεί από την έναρξη της κρίσης με πάνω από 5 τρις ευρώ και που συνεχίζουν να ρουφούν κοινωνικό πλούτο (μόνο οι γερμανικές τράπεζες πρόκειται να ενισχυθούν το αμέσως επόμενο διάστημα με 900 δις ευρώ) ισοπεδώνοντας τους λαούς της Ευρώπης.

ΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΡΑΧ

Λέγεται ότι η ΕΚΤ έχει απεριόριστες δυνατότητες να κόβει χρήμα καθώς και απεριόριστες δυνατότητες να απορροφά πιστωτικούς κινδύνους από το χρέος. Η αξιοπιστία όμως της ΕΚΤ για τη διατήρηση του ρόλου της συνδέεται με την ίδια την παραγωγικότητα και την δυνατότητα απορρόφησης του παραγόμενου προϊόντος στην ευρωζώνη, παράγοντες από τους οποίους εξαρτιέται τις στιγμές της κρίσης η σταθερότητα του οικονομικού και πολιτικού ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αφού τις όποιες ζημιές θα καλούνται να πληρώνουν πάντα οι λαοί.

Η ΕΚΤ δεν στηρίζει την φερεγγυότητά της σε ένα κράτος, αλλά σε ένα συνασπισμό κρατών με βαθιά ιεραρχική δομή ανάλογη του μεριδίου του κάθε κράτους στο συνολικό ΑΕΠ της ευρωζώνης και αυτός ο συνασπισμός είναι ο εγγυητής της. Επειδή όμως το κάθε κράτος χωριστά έχει επιδείξει “διαφορετικό βαθμό φερεγγυότητας” προς το μεγάλο κεφάλαιο την τελευταία περίοδο με την κρίση του χρέους στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και με τις δυσκολίες αντιμετώπισής του από τις υπάρχουσες δομές της ΕΕ, καθίσταται πλέον επιτακτική ανάγκη η άμεση υλοποίηση της δημοσιονομικής και τραπεζικής ενοποίησης της Ευρώπης, με την τελευταία να υπόκειται στον έλεγχο της ΕΚΤ, η οποία και λαμβάνει ακόμα πιο ισχυρό ρόλο ως οικονομική υπερδομή. Η ίδια η κρίση του συστήματος και το σημείο καμπής της -η μετεξέλιξη της κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε κρίση και του δημόσιου χρέους-κατέστησε αναγκαία την άμεση στροφή της ΕΕ σε πιο συγκεντρωτικές μορφές οικονομικής και πολιτικής εξουσίας και ελέγχου για τη διασφάλιση της καπιταλιστικής σταθερότητας και την συνέχιση της συσσώρευσης. Και σε αυτή την σταθερότητα ποντάρει το μεγάλο κεφάλαιο για να συνεχίσει να αντλεί κέρδη, αξιοποιώντας, μέσα στην επενδυτική ερημιά της γενικευμένης κρίσης, για ακόμη μια φορά τα κρατικά χρέη.

Για την τραπεζική ενοποίηση η ΕΚΤ αναλαμβάνει την αξιολόγηση των τραπεζών και τον διαχωρισμό τους σε προβληματικές και συστημικές, δηλαδή των τραπεζών που πρέπει να αφεθούν να καταρρεύσουν και αυτών που πρέπει να στηριχτούν. Σε αυτό το ξεκαθάρισμα επιβάλλεται η συμμετοχή του λεγόμενου “ιδιωτικού τομέα”, με τις κατασχέσεις καταθέσεων κατά το πρότυπο της αντιμετώπισης της κυπριακής τραπεζικής κρίσης, εξαιρουμένων βέβαια, “ειδικών ομάδων καταθετών” οι οποίες αφορούν μετόχους, ισχυρά επενδυτικά κεφάλαια και μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και για τις οποίες ομάδες επιφυλάσσεται ειδική μέριμνα διαφύλαξης των περιουσιακών τους στοιχείων. Αυτή η διαδικασία είναι απαραίτητη για την ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

Η ΕΚΤ ως μηχανισμός επιφορτισμένος να απορροφά πιστωτικό κίνδυνο, που εν μέσω κρίσης τον διαχέει στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες, κατέληξε να κρατάει μεγάλο μέρος των κρατικών χρεών τόσο του ελληνικού όσο και άλλων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, άλλοτε αγοράζοντας ομόλογα, άλλοτε αναγνωρίζοντάς τα ως εγγυήσεις για την παροχή ρευστότητας σε τράπεζες. Την περίοδο που η κρίση στην ευρωζώνη έφτασε σε οριακό σημείο, η συζήτηση για την έκδοση του ευρωομολόγου με στόχο την χρηματοδότηση των υπερχρεωμένων κρατών έκλεισε σύντομα και άδοξα, καθώς αυτή η κίνηση αναγνωρίστηκε ως έκδοση χρήματος και μια τέτοια πρακτική που συνιστά άμεση χρηματοδότηση κρατών, βρίσκεται έξω από τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ, ενώ ως γνωστό είναι αποκλειστική αρμοδιότητά της να διοχετεύει απλόχερα ρευστότητα σε τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις.

Την αναγκαιότητα αυτής της πρακτικής ανέλαβε να καλύψει ο ΕΜΣ. Αυτός ως διάδοχο σχήμα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, με την ίδια διοικητική αρχή και την ίδια λειτουργία, γίνεται το μόνο ταμείο “διάσωσης” υπερχρεωμένων κρατών για τα οποία θα αγοράζει πιστώσεις βάσει εγγυήσεων, επιβάλλοντας στα υπό “στήριξη” κράτη ακόμα πιο σκληρούς δημοσιονομικούς κανόνες. Παράλληλα εξουσιοδοτείται να δίνει πιστώσεις στις τράπεζες που έχουν πρόβλημα ρευστότητας. Η χρηματοδότηση των κρατών θα γίνεται με την έκδοση και πώληση ομολόγων και τα κεφάλαια που στηρίζεται ο ΕΜΣ προέρχονται ή έχουν ως εγγύηση τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία των κρατών μελών, τα οποία περνούν στη δικαιοδοσία του.

Αυτό για το οποίο έχουν υπάρξει κάποιες ήπιων πάντα τόνων διαμαρτυρίες, είναι για τις εξουσίες που λαμβάνει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας με την εκχώρηση σε αυτόν των περιουσιακών στοιχείων. Για την ελληνική περίπτωση ο ΕΜΣ προωθεί την παραχώρηση του πλήρους ελέγχου και της λειτουργίας του ΤΑΙΠΕΔ και κατ' επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα, σε ένα υπερεθνικό όργανο με υπερεξουσίες που θα βρίσκεται στο Λουξεμβούργο, το οποίο δεν θα λογοδοτεί σε κανέναν και θα αποτελείται από στελέχη της επιλογής των δανειστών. Σε αυτό έχουν σημειωθεί μερικές χλιαρές και αστείες διαμαρτυρίες που εστιάζουν στον “ανθελληνισμό” του ΤΑΙΠΕΔ, στο γεγονός ότι η διαδικασία πώλησης των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων περνά σε μη ελληνικά χέρια. Αν δηλαδή το ξεπούλημα αυτό γινόταν από Έλληνες, δεν θα υπήρχε πρόβλημα για τους κάθε λογής -αριστερούς ή δεξιούς-“πατριώτες”.

Ο ουσιαστικός ρόλος του ΕΜΣ είναι να αναλάβει την εκκαθάριση των υπερχρεωμένων κρατών, όπως ακριβώς γίνεται με μια υπό πτώχευση επιχείρηση, διασφαλίζοντας παράλληλα τη μη διάχυση του κινδύνου της κατάρρευσης στο υπόλοιπο σύστημα. Είναι δηλαδή ο μηχανισμός που έλλειπε από την ΟΝΕ για τη δημιουργία στεγανών με τα υπό κατάρρευση κράτη. Εκτός όμως από μηχανισμός αναχρηματοδότησης του χρέους και εκκαθάρισης των κρατών που αδυνατούν να ξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους, παίζει και τον ρόλο ενός μηχανισμού με κεντρικές δημοσιονομικές εξουσίες καθώς θα αξιολογεί και θα ιεραρχεί τις ανάγκες των κρατών που δανείζει, διοχετεύοντας ο ίδιος προς όποια κατεύθυνση κρίνει ως αναγκαία το κρατικό χρήμα, ενώ το κράτος - δανειζόμενος θα υποχρεώνεται να εφαρμόζει όλο και πιο σκληρά μέτρα λιτότητας και δημοσιονομικής “εξυγίανσης”.

Το αστείο και παράλληλα τραγικό της όλης υπόθεσης είναι ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας με τη λειτουργία του και κυρίως, με το είδος των ομολόγων που θα εκδίδει για να χρηματοδοτεί τα κράτη, ανοίγει ένα ακόμα ναρκοπέδιο στα θεμέλια της ΟΝΕ. Και αυτό γιατί η όλη φιλοσοφία της δράσης του είναι η εισαγωγή των πιο ριψοκίνδυνων επιχειρηματικών μοντέλων για την άντληση κέρδους από τα κεφάλαια που θα στρέφονται στην σφαίρα του κρατικού χρέους, η οποία μετατρέπεται σε αγορά δομημένων ομολόγων (CDO), όπως ακριβώς ήταν αυτή των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ που κατέρρευσε το 2008 σημαίνοντας την έναρξη της παγκόσμιας

κρίσης. Το “πετυχημένο” μοντέλο της αγοράς των CDO θα εφαρμοστεί και στα χρεωμένα κράτη της ευρωζώνης, με τα ομόλογα να αποτελούνται από “φέτες” χρεών των χωρών-μελών, με τις πιο ακμαίες οικονομικά να συμμετέχουν με μεγαλύτερα κεφάλαια, αλλά μικρότερα επιτόκια και τις υπερχρεωμένες να καλούνται να πληρώσουν αβάσταχτα επιτόκια γιατί (τι πιο λογικό για τις αγορές;) είναι πιο επισφαλής η ικανότητα εξυπηρέτησης του νέου χρέους που θα προκύπτει από τα συγκεκριμένα ομόλογα. Και αν για παράδειγμα, η Πορτογαλία αδυνατεί κάποια στιγμή να εξυπηρετήσει το χρέος της, η Ελλάδα θα οφείλει να σηκώσει μεγαλύτερο βάρος από κάθε άλλη χώρα που βρίσκεται σε καλύτερη οικονομικά θέση.

Η βαθύτερη λογική αυτής της τακτικής προφανώς και είναι ένα είδος συλλογικής ευθύνης των υπερχρεωμένων κρατών που η “κακή” επίδοση και “διαγωγή” τους στις δημοσιονομικές προσταγές των ευρωπαϊκών εξουσιών θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις στα πιο αδύναμα μέλη της ευρωζώνης, συμπαρασύροντάς τα στην δική τους κατρακύλα της χρεοκοπίας. Οι δανειστές όμως δεν θα μείνουν απλήρωτοι, αφού ως εγγυήσεις των ομολόγων έχουν μπει συνολικά τα περιουσιακά στοιχεία των κρατών μελών, από τα φορολογικά έσοδα, την δημόσια κινητή και ακίνητη περιουσία, τη γη, τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, τον ορυκτό πλούτο, τις ιδιωτικές περιουσίες των χρεωμένων στις εφορίες πολιτών, τις οποίες βιάζονται οι Έλληνες κυβερνώντες να βάλουν άμεσα στο χέρι για να τις μεταβιβάσουν στην εξουσία του ΕΜΣ.

Αυτό που υποτίθεται πως καθιστά “ελκυστική επένδυση” ένα δομημένο ομόλογο με τη σαλαμοποίηση διαφορετικών χρεών, είναι η “διασφάλιση” στον αγοραστή ότι η αδυναμία αποπληρωμής ενός μέρους του ομολόγου -που έχει π.χ. το ελληνικό χρέος- δεν σημαίνει ότι το χάνει στο σύνολό του. Όπως επίσης, ότι το ρίσκο που εμπεριέχουν οι επενδύσεις σε χρέη κρατικά ή και ιδιωτικά, “διαχέεται” μέσω αυτού του είδους τα ομόλογα και μειώνεται σημαντικά έως την...εξαφάνισή του. Αυτή η λογική της “διάχυσης” του πιστωτικού κινδύνου μέσω των CDO ήταν αυτή που κατέστησε τη δεκαετία του 2000 τη συγκεκριμένη αγορά πεδίο τρελών επενδύσεων από μεγάλο μέρος του παγκόσμιου κεφαλαίου και σημείο αναφοράς στην παγκόσμια κούρσα άντλησης κέρδους. Μόνο που όπως είχε πει το 2008 ένας μεγαλοεπενδυτής, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει τα δομημένα ομόλογα ως λουκάνικα, “όταν ένα υλικό από αυτά που περιέχει είναι σάπιο, πετάς ολόκληρο το λουκάνικο”. Όταν τα πρώτα “λουκάνικα” των δομημένων ομολόγων με τα πολλά και άγνωστα συστατικά -όχι μόνο για τους αγοραστές, αλλά και για τους ίδιους τους δημιουργούς τους- άρχισαν να βρωμάνε, άρχισε η μαζική και φρενήρης προσπάθεια των κατόχων τους να τα πουλήσουν και η αγορά αυτή κατέρρευσε. Επειδή όμως είχε αποκτήσει μεγάλες διαστάσεις λόγω της υψηλής κερδοφορίας που απέδιδε το προηγούμενο διάστημα, κατέρρευσε μαζί της και το μισό χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Ο ίδιος ο ΕΜΣ είναι CDO. Και καθώς αποτελεί το μοναδικό ευρωπαϊκό μηχανισμό “διάσωσης” των υπερχρεωμένων κρατών και των τραπεζών, ενός μηχανισμού που πολλοί καθεστωτικοί οικονομολόγοι θα χαρακτήριζαν -αν δεν σιωπούσαν για να μην υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στο σύστημα- ως τοξικό, δείχνει την λογική της ευρωπαϊκής πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Στην περίοδο της κρίσης με την ύφεση να έχει χτυπήσει ολόκληρη την ευρωζώνη, με τα περισσότερα από 20 εκατομμύρια ανέργους, με τα υπερχρεωμένα κράτη, με τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες που φλερτάρουν με την χρεοκοπία και διψούν για επιπλέον ρευστότητα, η αξιοποίηση της κρίσης χρέους ως πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο γίνεται στρατηγική της ίδιας της ΟΝΕ για ένα τελικό ξεζούμισμα των λαών της Ευρώπης, για την υφαρπαγή του συνόλου της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησία, των παραγωγικών δομών και την δημόσια περιουσία πανευρωπαϊκά. Τελικός εγγυητής για την επιτυχία του εγχειρήματος είναι η κοινωνική και ταξική ειρήνη, η κοινωνική υπακοή, ο ραγιαδισμός.

Ο ΕΜΣ, η ΕΚΤ, η Κομισιόν και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιχειρούν να ανοίξουν ένα νέο περιβάλλον κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο μέσα στην γενικευμένη κρίση βάζοντας τα υλικά για τη νέα μεγάλη φούσκα των κρατικών ομολόγων. Αυτή, όπως και η χρηματιστηριακή φούσκα που έχει ήδη δημιουργηθεί στα ευρωπαϊκά και όχι μόνο χρηματιστήρια, στηρίζεται και τροφοδοτείται με την ψευδαίσθηση της βελτίωσης του οικονομικού κλίματος, ακόμα και του ξεπεράσματος της κρίσης. Αυτή η επενδυτική ευκαιρία για το μεγάλο κεφάλαιο είναι που άνοιξε το δρόμο για την παρουσίαση από μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προοπτικών ανάπτυξης ακόμα και για οικονομίες κατεστραμμένες όπως η ελληνική, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας και η πτώση των spreads από τους γνωστούς οίκους αξιολόγησης Moody' s, Standard & Poor' s και Fitch και όχι η υποτιθέμενη βελτίωση της οικονομικής κατάστασή τους. Πρόκειται για την κλασική πολιτική των αγορών να δίνουν “ψήφο εμπιστοσύνης” στο πεδίο που προορίζεται για άντληση γρήγορων και μεγάλων κερδών, φτιάχνοντας ένα αντίστοιχο “story” για κάθε υπό εκμετάλλευση χώρα, αναβαθμίζοντας ομόλογα και μετοχές εταιριών, φουσκώνοντας τις αξίες τους για να ξεπουληθούν τη στιγμή της κορύφωσης αντλώντας τα υπερκέρδη για τους κατόχους του μεγάλου κεφαλαίου.

Η προοπτική της δημιουργίας μιας νέας φούσκας του χρέους, θα φέρει μια μεγάλη κερδοφορία για τα αδρανή κεφάλαια που λιμνάζουν. Και όταν η φούσκα θα σκάσει, ο ΕΜΣ ως δανειστής έσχατης ανάγκης και εκκαθαριστής των κρατών που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους προς τους δανειστές τους, θα εκχωρήσει τα περιουσιακά στοιχεία αυτών των κρατών που θα έχει στην κατοχή του στο μεγάλο κεφάλαιο. Τελικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας θα είναι μια ακόμα διαδικασία συγκεντροποίησης κεφαλαίων και η μετατροπή των λαών σε δουλοπάροικους της οικονομικής ελίτ.

Η διόγκωση του χρηματιστικού κεφαλαίου όπως έχουμε ήδη πει οφείλεται στην καπιταλιστική κρίση. Η αξιοποίηση του χρέους ως πεδίο κερδοφορίας του κεφαλαίου στην περίοδο που διανύουμε, ναι μεν συνιστά μια από τις ελάχιστες εν μέσω κρίσης ευκαιρίες για το σύστημα, όμως η δεινή θέση που έχουν περιέλθει οι λαοί καθώς σηκώνουν στους ώμους τους τα βάρη της καπιταλιστικής χρεοκοπίας και το γεγονός ότι οι νέες φούσκες κάποια στιγμή θα σκάσουν επιφέροντας ακόμα μεγαλύτερες κοινωνικές καταστροφές από αυτές που έχουν συμβεί μέχρι σήμερα, καθιστά τη συνεργασία του μεγάλου κεφαλαίου με τις κυβερνήσεις και τους υπερεθνικούς μηχανισμούς όπως η ΕΚΤ στη δημιουργία μιας νέας φούσκας τόσο στα χρηματιστήρια όσο και στην αγορά του κρατικού χρέους που επιχειρείται να διαμορφωθεί ως μέγιστες εγκληματικές ενέργειες, ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Τα καταστροφικά αποτελέσματα από ένα δεδομένο σκάσιμο της φούσκας στα χρηματιστήρια τα γνωρίζουμε από τα αποτελέσματα της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης το 2008 και τη μεταφορά του κόστους συντήρησης του χρεοκοπημένου χρηματοπιστωτικού συστήματος στους λαούς. Αυτή τη φορά τα μεγέθη είναι ακόμη μεγαλύτερα, τα αποτελέσματα θα είναι ακόμα πιο καταστροφικά. Τόσο τα αμερικάνικα όσο και τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια γνωρίζουν εν μέσω ύφεσης στιγμές δόξας, με τους χρηματιστηριακούς δείκτες να “πετούν”. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως ο ευρωπαϊκός δείκτης FTSE Eurofirst την προηγούμενη χρονιά είχε ετήσια κέρδη 16% όταν η ευρωζώνη βρίσκεται σε ύφεση με μηδενική ανάπτυξη, ο γερμανικός δείκτης Dax είχε άνοδο κατά 26% όταν το γερμανικό ΑΕΠ μειώθηκε τον προηγούμενο χρόνο κατά 1,1% ενώ στην Ελλάδα της βαθιάς εξαετούς ύφεσης με συνολική απώλεια στο ΑΕΠ πάνω από 25%, στην Ελλάδα που ζει τη μεγαλύτερη κοινωνική κρίση στην καπιταλιστική ιστορία σε καιρό ειρήνης, ο χρηματιστηριακός της δείκτης είχε άνοδο 26% προσφέροντας μεγάλα κέρδη όχι μόνο για τα ξένα κεφάλαια που συρρέουν στο ελληνικό χρηματιστήριο, αλλά και για το ημεδαπό κεφάλαιο που πρωτοστάτησε στη δημιουργία της εγχώριας χρηματιστηριακής φούσκας. Έλληνες εφοπλιστές, ισχυροί επιχειρηματίες μεγάλων κλάδων όπως οι κατασκευές, τράπεζες κλπ, χρησιμοποιώντας πολυδαίδαλες διαδρομές μέσω υπεράκτιων εταιρειών και φορολογικών παραδείσων, φουσκώνουν τις αξίες των μετοχών τους αναμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να αντλήσουν τα μεγάλα κέρδη.

Συμβαίνει πάντα στην σύγχρονη ιστορία του καπιταλισμού η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα να είναι ανάλογη του μεγέθους της κρίσης που βρίσκεται το σύστημα και των αδυναμιών αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Και στη δεδομένη περίοδο η διόγκωση αυτή λαμβάνει τις μεγαλύτερες διαστάσεις που είχε ποτέ, υποδεικνύοντας το βαθμό του αδιεξόδου που βρίσκεται ο καπιταλισμός. Οι “πυραμίδες” που δημιουργούνται με την αγορά μετοχών με ενέχυρο τις ίδιες τις μετοχές έχουν φτάσει τα 413 δις δολάρια, όταν το 2007 ήταν 382 δις. Στην αγορά των παραγώγων, η αξία αυτών των προϊόντων που μεγαλοκαρχαρίες του υπερεθνικού κεφαλαίου έχουν χαρακτηρίσει ως “πυρηνικά όπλα” - αυτό δεν τους απέτρεψε ούτε στο παρελθόν ούτε σήμερα να επενδύουν και να αντλούν τεράστια κέρδη από αυτά – έχει ξεπεράσει τα 1000 τρις δολάρια, δηλαδή δεκατέσσερις φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ, όταν η αξία τους το 2007 ήταν γύρω στα 400 τρις.

Στην δημιουργία της νέας φούσκας κατέληξαν οι οικονομικές ενισχύσεις των κρατών προς τις πληττόμενες από την χρηματοπιστωτική κρίση τράπεζες που αντλήθηκαν με τις αιματηρές πολιτικές λιτότητας και φορολογικής επίθεσης στα πιο ασθενή κοινωνικά στρώματα. Και αυτό που συνέδραμε τα μέγιστα ήταν η μεγάλη ρευστότητα που παρείχαν οι κεντρικές τράπεζες. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχοντας σχεδόν μηδενίσει το επιτόκιο δανεισμού στην διατραπεζική αγορά που έφτασε στο 0,25% και με πραγματικό επιτόκιο αρνητικό λόγω μεγαλύτερου πληθωρισμού, τροφοδοτεί με τζάμπα χρήμα τράπεζες και κάθε λογής μεγάλες επιχειρήσεις, το οποίο φυσικά και δεν καταλήγει σε επενδύσεις παγίων κεφαλαίων ούτε σε δάνεια προς μικρές επιχειρήσεις και ιδιώτες, αλλά καταλήγει στα χρηματιστήρια, στη νέα αναπτυξιακή φούσκα.

Είναι γνωστό πως αυτή η πρακτική στηρίζεται από κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες με την προοπτική τόνωσης της ζήτησης, γεγονός που ως ένα βαθμό έχει επιτευχθεί κατά το παρελθόν στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο. Όμως σήμερα με την κρίση να έχει γενικευτεί, η προοπτική αυτή ακυρώνεται και οι νέες φούσκες των χρηματιστηρίων και του κρατικού χρέους μόνο ως λύσεις άντλησης κέρδους, μεταβίβασης πλούτου από κάτω προς τα πάνω και συγκεντροποίησης κεφαλαίων μπορεί να λειτουργήσει. Και αυτό είναι το ζητούμενο για την άρχουσα οικονομική τάξη και τους πολιτικούς της θεματοφύλακες. Όμως την ίδια στιγμή η διάχυση της κρίσης των τραπεζών και του κρατικού χρέους στην ευρωζώνη υποσκάπτει αργά αλλά σταθερά τα θεμέλια της ευρωπαϊκής καθεστωτικής σταθερότητας καθώς αναμένεται και η εκδήλωση μιας επόμενης φάσης της κρίσης σε χώρες όπως η Γαλλία και ακολούθως και το φαινομενικά αλώβητο καπιταλιστικό κέντρο της Ευρώπης, η Γερμανία.

Το πόσο συνυπεύθυνη είναι η οικονομική και πολιτική εξουσία στη δημιουργία αυτής της κατάστασης, φαίνεται από το γεγονός ότι τόσο οι κυβερνήσεις όσο και οι τράπεζες του ευρωσυστήματος με πρωταγωνιστή την ΕΚΤ, συνυπογράφουν με τις αγορές κεφαλαίου ένα σενάριο διεξόδου από την κρίση και μελλοντικής ανάπτυξης με επιχείρημα τις χρηματιστηριακές επιτυχίες στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Και σημαντικότατος παράγοντας σε αυτή την εγκληματική πολιτική είναι η προώθηση της δημοσιονομικής και τραπεζικής ενοποίησης στην Ευρώπη και η δημιουργία των ευρωπαϊκών μηχανισμών αντιμετώπισης της κρίσης όπως ο ΕΜΣ. Τα παραπάνω προσβλέπουν στη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος σταθερότητας και ελέγχου από την ευρωπαϊκή πολιτική εξουσία που λαμβάνει όλο και πιο συγκεντρωτικό χαρακτήρα, ενός περιβάλλοντος ευνοϊκού για τις αγορές και τα αρπακτικά της οικονομικής ελίτ. Κυρίως όμως είναι η αδυναμία των λαών της Ευρώπης να αποτινάξουν από πάνω τους τον ζυγό των εθνικών κυβερνήσεων και των υπερεθνικών εξουσιών, να σηκώσουν το κεφάλι, να ακυρώσουν την αναγκαία συνθήκη για την συνέχιση της αιματηρής επίθεσης του μεγάλου κεφαλαίου εναντίον τους που δεν είναι άλλη από την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ομαλότητα. Και το τίμημα της υποταγής αυτής θα το πληρώνουμε όλο και πιο ακριβά.

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ ΩΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Η κρίση στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, εκδηλώθηκε με την χρηματοπιστωτική κατάρρευση το 2008 και μετεξελίχθηκε σε κρίση χρέους για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, με πρώτη περίπτωση την ελληνική.

Αιτία της δημιουργίας των μεγάλων ελλειμμάτων και του υψηλού χρέους στην Ελλάδα δεν ήταν οι “μη παραγωγικοί και τεμπέληδες Έλληνες που αμείβονταν με μεγάλους μισθούς και είχαν προνόμια, που κατανάλωναν περισσότερο και δούλευαν λιγότερο” όπως συνηθίζει να λέει από το 2010 η ευρωπαϊκή πολιτική εξουσία, αλλά και πλήθος εγχώριων καθεστωτικών πολιτικών και αναλυτών για να δικαιολογήσουν την ένταση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης με την ισοπέδωση των εργασιακών σχέσεων και τις συνεχείς μειώσεις στους μισθούς.

Πηγή ➤ protothema

Share on Google Plus

Unknown

"Περί ευθύνης: Τα άρθρα δεν αποτελούν απαραίτητα θέση της ομάδας του "elas.lyste.blogspot.gr". Αναρτούμε κάθε άρθρο που αποτελεί κατα την γνώμη μας ερέθισμα προς προβληματισμό και σκέψη. Tο elas-lyste.blogspot.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές, και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη σας στο ιστολόγιο μας!
    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου