ΛΥΣΤΕ blog ➤ Πέντε χρόνια από την τραγωδία της Marfin: Οι πέντε εργαζόμενοι κατάφεραν να βγουν σώοι. Τρία άτομα -μεταξύ τους μια έγκυος γυναίκα- εγκλωβίστηκαν και πέθαναν.
Στις 5 Μαΐου του 2010, η Αθήνα φλεγόταν. Τουλάχιστον 150.000 διαδηλωτές σύμφωνα με την αστυνομία (διπλάσιοι, κατά άλλες εκτιμήσεις), πραγματοποιούσαν την μαζικότερη -ίσως- πορεία που είχε γίνει κατά του Μνημονίου στη χώρα.
Στις 2 το μεσημέρι, η πορεία περνά από την Σταδίου. Στον αριθμό 23, στην Marfin Bank, τρεις κουκουλοφόροι σπάνε το τζάμι της εισόδου. Πετούν μία μολότοφ και αμέσως μετά ένα μπουκάλι με βενζίνη.
«Η Αγγελική μού τηλεφώνησε πανικόβλητη...»
«Στις 2 παρά, η Αγγελική μού τηλεφώνησε πανικόβλητη και μου είπε: ''Μας έχουν βάλει φωτιά, θα σε πάρω σε λίγο''. Μου το έκλεισε. Αμέσως μετά την πήρα πίσω και μου είπε: ''Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Πνίγομαι''. Μου το έκλεισε πάλι. Την πήρα ξανά αλλά δεν το σήκωσε. Με πήρε τη στιγμή που κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σωθεί. Αφού είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να φύγει από τη φωτιά».
Με τα λόγια αυτά περιγράφει ο σύζυγος της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου την τελευταία συνομιλία του με την 32χρονη έγκυο γυναίκα, στη δίκη τον Απρίλιο του 2013.
Η 32χρονη Αγγελική Παπαθανασοπούλου, εντοπίστηκε νεκρή λίγα εκατοστά από την μπαλκονόπορτα στην οποία προσπαθούσε να φτάσει. Στο εσωτερικό του κτιρίου, οι πυροσβέστες εντόπισαν τον 36χρονο Επαμεινώνδα Τσάκαλη στις σκάλες μεταξύ α΄ και β΄ ορόφου. Την 35χρονη Παρασκευή Ζούλια την βρήκαν νεκρή στο γραφείο της στον β΄ όροφο... Ο θάνατος και των τριών οφείλεται σε ασφυξία από καπνό.
«Μέσα στον πανικό μου πήδηξα...»
«Βγήκα σε ένα πολύ μικρό μπαλκόνι, περίπου 30 πόντους, και μέσα στον πανικό μου πήδηξα. Έπεσα στο κενό γιατί το σημείο όπου προσπάθησα να πηδήξω, υποχώρησε. Δεν είχα επιλογή: ή θα έσκαγα ή θα πήδαγα. Θεώρησα ότι είχαν πεθάνει όλοι, γιατί δεν υπήρχε έξοδος κινδύνου για να βγουν. Όλοι κάναμε σπασμωδικές κινήσεις γιατί δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Δεν ήμασταν εκπαιδευμένοι. Χάσαμε χρόνο γιατί δεν ξέραμε τι να κάνουμε», κατέθεσε στο δικαστήριο ο υπάλληλος της τράπεζας Γιώργος Γκολιάς.
«Το κτίριο δεν είχε άλλη έξοδο πέρα από την κυρία είσοδο. Ήταν σαν να ήμασταν στο εσωτερικό μιας καμινάδας», είπε ο συνάδελφός του Γιώργος Σταυρογιαννάκης, που εργαζόταν στον τελευταίο όροφο του κτιρίου.
Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο αποπνικτική που δεν μπορούσαν ούτε να δουν ούτε να αναπνεύσουν.
Από τα ανοιχτά παράθυρα του β΄ ορόφου άρχισε να βγαίνει πυκνός καπνός. Στο μικρό μπαλκόνι στην πρόσοψη του νεοκλασικού στριμώχθηκαν τέσσερις ή πέντε εργαζόμενοι προσπαθώντας να αναπνεύσουν, ενώ άλλοι που δεν χώρεσαν εκεί άνοιξαν διάπλατα τις μπαλκονόπορτες.
Οκτώ εργαζόμενοι βρίσκονταν εκείνη την ώρα μέσα στο κατάστημα της τράπεζας. Οι πέντε κατάφεραν να βγουν σώοι, τέσσερις γυναίκες και ένας άνδρας. Τρία άτομα εγκλωβίστηκαν και πέθαναν.
Απ΄έξω η πορεία συνεχιζόταν...
Οι καταγγελίες και η δίκη
Μάρτυρας είπε στο δικαστήριο ότι η μοναδική είσοδος - έξοδος του καταστήματος ήταν κλειδωμένη και ότι κανείς από τους υπαλλήλους δε μπόρεσε να βγει από τις πόρτες.
Ο υπάλληλος Σωτήρης Παπατζίκης είπε ότι στη συνάντηση με το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, ο προϊστάμενός τους τούς είπε ότι θα έπρεπε να πάρουν την πρωτοβουλία να φύγουν «παρά τις εντολές που είχαμε να μείνουμε. Ποιος θα τολμούσε εν μέσω κρίσης να κάνει του κεφαλιού του, αναρωτιέμαι...».
Η δίκη, μετά από αναβολές, έχει οριστεί για τις 21 Σεπτεμβρίου. Οι δύο κατηγορούμενοι είναι ελεύθεροι.
Κατηγορούνται με την πρακτική των ποσοστιαίων αναγνωρίσεων υπόπτων από αυτόπτες μάρτυρες καθώς και των «προσομοιώσεων» στις οποίες στηρίζονται κατά βάση και οι δύο δικογραφίες. Δεν προφυλακίστηκαν ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι τα στοιχεία που τους ενέπλεξαν βασίζονταν σ' αυτή την επισφαλή για την ορθή διαλεύκανση εγκλημάτων μέθοδο.
Πρόκειται για ένα 33χρονο ομογενή και έναν 34χρονο ιδιωτικό υπάλληλο, που φέρεται να έδρασε «με άλλους δύο άγνωστους στις αρχές δράστες».
Φωτογραφίες: Eurokinissi / SOOC (Μενέλαος Μυρίλλας)
Πηγή ➤ thetoc
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου