Ο μέγας εχθρός του λαού. Οι δημόσιοι υπάλληλοι. Κάποιος, (ειλικρινά δεν θυμάμαι ποιος) είχε πει πως όταν μια κυβέρνηση δεν ακούει το λαό της, η δημοκρατία έχει πεθάνει. Πως όταν υπάρχουν διάφορες κατηγορίες πολιτών που η μία στρέφεται εναντίον της άλλης, τότε έχει πεθάνει και η ελευθερία. Και πως τέλος, αν ένας λαός ανέχεται τα δυο αυτά πράγματα τότε έχει πεθάνει κι αυτός...
Παρακολουθώντας όλο αυτό το χαμό που γίνεται σχετικά με τους δημοσίους υπαλλήλους που για όλα φταίνε και πρέπει να καούν στη πυρά, θέλω να θυμίσω μερικά πράγματα που ίσως δεν είναι τόσο καλά αντιληπτά από τα νέα παιδιά, αλλά οι πιο παλιοί θα πρέπει να μην ξεχνάνε αν θέλουν να καταλάβουν επί τέλους τη κοροϊδία που παίχτηκε πάνω από τις πλάτες τους κι αυτήν που παίζεται τώρα.
Όταν τελείωσε ο β΄παγκόσμιος πόλεμος και η συμφορά του εμφυλίου, αυτό εδώ το κράτος ήταν στη κυριολεξία ρημαγμένο. Ρημαγμένο από ένα πόλεμο, από τα παιχνίδια των μεγάλων δυνάμενων, από τους ντόπιους συνεργάτες τους, από τις μπίζνες που έκαναν και θα κάνουν πάντα οι συμμορίες που εκμεταλλεύονται τις ανθρώπινες ζωές για δικό τους συμφέρον.
Ο ελληνικός λαός βγήκε φτωχός, ρημαγμένος, με μια γη που είχε θάψει χιλιάδες νεκρούς, με τις φυλακές γεμάτες, μ΄ενα μίσος διχόνοιας που είχε για τα καλιά φωλιάσει μέσα στις ψυχές των ανθρώπων, και πάνω από όλα ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΥΡΙΟ.
Οι συμφορές όμως δεν ήταν γραφτό να τελειώσουν μόνο σ΄αυτά. Ακολούθησε τρομοκρατία, κυνηγητό, όλα στο βωμό του ψυχρού πολέμου που ήταν στο φόρτε του. Όλα στο βωμό του κέρδους και της εξουσίας από δέκα είκοσι οικογένειες και τα καινούργια «αυτοδημιούργητα» φυντάνια. Μια ντόπια ελίτ που ξεφύτρωνε χωρίς να ελέγχει κανείς τι κάνει, τι πουλάει, τι αγοράζει, πόσο χρεώνει αυτή τη πατρίδα και σε ποιους την παραδίδει, ένα ανελέητο κυνηγητό κάθε αντιφρονούντα. Κοπάδια στα Υπουργεία, αιτήσεις για Γερμανία... όπως λέει και το τραγουδάκι.
Σ΄αυτή τη συμφορά ένα μοναδικό όνειρο είχε ο φτωχός γονιός. Να «εξασφαλίσει» το παιδί του κάπου. Στις αρχές στο λαουτζίκο, μετά από τσεκάρισμα κοινωνικών φρονημάτων και επιβεβαίωση ότι είναι καλά παιδιά, υπάκουα και ταγμένα στο όραμα της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας, (κι ακόμα καλύτερα αν το είχαν αποδείξει ρουφιανεύοντας, καταδίδοντας) δόθηκαν οι πρώτες ταπεινές εξασφαλίσεις.
Γέμισε υπηρετικό προσωπικό κορίτσια κι αγόρια το σινάφι του Κολωνακίου που κατέφθαναν από την επαρχία, μιλημένα από κάποιο βλαχοδήμαρχο για να έχουν ένα κομμάτι ψωμί να φάνε. Γέμισαν άδειες από περίπτερα, ψιλικατζίδικα, κυλικεία σε καίρια πόστα, καντίνες σε τουριστικά μέρη, ταξί, φορτηγά. Ακόμα και το σκουπιδιάρικο να ήθελες να πάρεις που κάνει βάρδια στο Κολωνάκι έπρεπε να είχες μπάρμπα «στα πράγματα»
Το δημόσιο τότε? Ψάξτε να βρείτε πως πήγαινε ο τενεκές από λάδι σύννεφο για να πάρεις ένα πιστοποιητικό. Πως κατέφθαναν τα καλάθια με τη φέτα, τη κότα και τ΄αυγά για να βγάλεις μια αδειούλα (πάντα φυσικά έχοντας γερά στα δόντια κρατημένο το πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης) Την ίδια στιγμή καραβάνια μετανάστες, φεύγουν για μια καλύτερη μοίρα και τα εργοστάσια κι οι βιοτεχνίες αρχίζουν να οραματίζονται την μετάβαση από το πρωτόγονο στάδιο του επαρχιακού καπιταλισμού σ΄εκείνο το πολυπόθητο της δύσης της Αμερικής της μεγάλης πατρίδας (καταφθάνει και το φουρό με το ροκ εν ρολ, τα ξεσκέπαστα αμάξια, οι μυτερές οι γόβες, οι αμερικάνικες ταινίες, η Μέριλιν, τα καουμπόικα, οι τσίχλες, η κόκα κόλα, κι οι τουρίστες...)
Στην απέναντι μεριά, εκείνη των αντιφρονούντων μετράνε χιλιάδες νεκρούς, χιλιάδες φυλακισμένους κι άλλες πολλές χιλιάδες αποκλεισμένους από κάθε δυνατότητα. Είχες μυρουδιά από ροζ ? (για κόκκινο δεν συζητάμε) ούτε σκουπίδια δεν μπορούσες να μαζέψεις. Που να βγάλεις άδεια για περίπτερο, πως να γίνεις υπηρέτης σε καθώς πρέπει σπίτι? Πως να γίνεις οδηγός σε καθώς πρέπει ανθρώπους. Τη πόρτα του δημοσίου ούτε ζωγραφιστή.
Γέμισαν τα μοδιστράδικα, τα κομμωτήρια, οι βιοτεχνίες, τα εργοστάσια, τα μαγαζιά, με όλους εκείνους που έπρεπε να το παλέψουν γερά γιατί κανένα κράτος ποτέ δεν θα τους εξασφάλισε σε τίποτα. Και με το φόβο πως από μέρα σε μέρα κάποιο χέρι θα τους πέταγε στα αζήτητα.
Δεν χρειάζεται να πω ιστορικά γεγονότα. Η ιστορία έχει γραφτεί και όποιος έχει όρεξη ας διαβάσει. Ας διαβάσει όλα όσα έγιναν μέχρι τη μεταπολίτευση. Στην οποία μεταπολίτευση γίνεται τη στην ουσία (όπως είπαν στο λαό) η αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Πως βρίσκει η μεταπολίτευση το λαό? Μ΄ενα λαό που οι μισοί είχαν βρει το τρόπο τους, ο πρώην επαρχιώτης λαός της δεξιάς είχε βρει το τρόπο του τόσα χρόνια. Το πρώην υπηρετικό προσωπικό είχε κάνει τα σπιτάκια του, είχε διορίσει και τα παιδιά στο δημόσιο να μην έχουν την ίδια μοίρα, είχε βγάλει κι άδειες σε όλα τα πόστα που έπεφτε χρήμα, είχε αυγατίσει το οικογενειακό καλάθι με το τουρισμό. Μέχρι και τα κοτέτσια είχαν γίνει ενοικιαζόμενα.
Όμως υπήρχε ένας μεγάλο κομμάτι του λαού, έξω από τη πιτα. Που φώναζε ψωμί, παιδεία, ελευθερία. Το δικαίωμα να βγει κι αυτός από τη φτώχεια του πολέμου και της καταδίωξης επί τέλους. Τα πράγματα θα γινόντουσαν πολύ επικίνδυνα αν κάποιος δεν συμμάζευε όλο αυτό το κομμάτι σε ένα νέο όραμα. ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΟΡΑΜΑ! Και τι ήθελε όλος αυτός απαξιωμένος πληθυσμός, όλοι όσοι περίμεναν στην ουρά πίσω από τα περίφημα κάστρα της δεξιάς? Να εξασφαλίσουν κάπως τον ευαυτό τους και τα παιδιά τους σ΄ενα κράτος που ακόμα δεν μπορούσε να εγγυηθεί σε κανένα πολίτη ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ.
Η συνέχεια, γνωστή σε όλους. Ένα παιχνίδι εναλλασσόμενο. Ελα εσύ, φύγε εσύ. Φύγε εσύ, έλα εσύ. Στρατιές από διοριζόμενους. Στρατιές που καρδιοχτυπούσαν ποιος θα βγει στις επόμενες εκλογές για να ξέρουν ποιανού το παιδί θα ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΤΕΙ.
Ο ιδιωτικός τομέας αγνός? Από πότε. Όλοι θελαν να εξασφαλιστούν στο δημόσιο όχι γιατί το αγάπαγαν άλλα γιατί ήξεραν μέσα τους, ΟΛΟΙ κάθε απόχρωσης πολίτες πως εδώ είναι μπουρδέλο. Πως κανένας δεν είναι ασφαλής. Πως η πελατειοκρατία, τα ρουσφέτια και οι άκρες είναι ο μόνος νόμος που ισχύει. Πως τα λαδώματα οι μίζες και το ξεπούλημα σε φτηνιάρικη τιμή είναι η μόνη ασκούμενη πολιτική από τον εκάστοτε κυβερνώντα.
Πως ποτέ και κανείς δεν ήταν καλυμμένος από ένα κράτος που δεν ενδιαφερόταν ούτε για πρόοδο, ούτε για ανάπτυξη, ούτε για την κοινωνία παρά μόνο για το τομάρι του ο καθένας.
Δουλεύω είκοσι χρόνια στον ιδιωτικό τομέα. Ξεκίνησα όμως κάποτε από το δημόσιο. Ξέρετε πως έγινε. Ήμουν στο Πανεπιστήμιο, μίλαγα τέσσερις γλώσσες, είχα καταβροχθίσει δυο βιβλιοθήκες ήδη στα 21 μου. Ασχολούμουν με το γράψιμο, τη φωτογραφία, το θέατρο, σχεδίαζα καταπληκτικά, αλλά προερχόμουν από μια πολύ φτωχή οικογένεια. Όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία ο πέλεκυς έπεσε πάνω από το κεφάλι μου βαρύς.
Θα δώσεις εξετάσεις στο τάδε Υπουργείο. Χωρίς μα και μου. Να περάσεις ΝΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΤΕΙΣ και μετά κάνε ότι θέλεις... Να ησυχάσουμε κι εμείς να μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μας ήσυχοι ότι θα είσαι με μια δουλειά ΣΙΓΟΥΡΗ όλη σου τη ζωή.
Αυτό ήταν το δημόσιο κυρίες και κύριοι. Σ΄αυτή τη παραπάνω παράγραφο βασίζεται όλο το νόημα αυτού του τέρατος που δημιουργήθηκε και τώρα έχουμε ανάγκη να το κάνουμε σάκο του μποξ, μια και τον ιδιωτικό τομέα και τα αφεντικά του δεν τολμάμε ούτε σαν ιδέα να αγγίξουμε, μια και τους αληθινούς υπαίτιους της ελληνικής τραγωδίας δεν είμαστε ικανοί ούτε να τους φτύσουμε.
Εγώ μετά από λίγα χρόνια που κόντευα να πνιγώ μέσα στην απόλυτη ανυπαρξία του δημοσιουπαλληλίσκου, το έσκασα κακήν κακώς... ακόμα τρέχω μακριά γιατί είκοσι χρόνια και νομίζω πως η μπόχα από όσα έζησα εκεί μέσα είναι ακόμα πάνω μου. Υπήρξαν όμως χιλιάδες που θάφτηκαν στα απρόσωπα γραφεία με μια «θεσούλα» που δεν ενδιαφέρθηκε κανείς να δει τι αξίζαν και τι μπορούσαν να προσφέρουν. Χιλιάδες άλλοι άχρηστοι που αντί να τους θάψουν κάπου για να μην ενοχλούν το κόσμο και μολύνουν και τους χρήσιμους τους έκαναν συμβούλους, λειτουργούς, διευθύνοντες για να καταντήσουν το δημόσιο τομέα σαν τη μούρη τους και σαν τη μούρη εκείνων που τους διόρισαν ενώ ήξερα πως είναι άχρηστοι. Άλλοι πολλοί όπως εγώ φύγαμε μακριά.
Σήμερα η μάσκα της εξασφάλισης πέφτει.
Και μαζί με την ασυδοσία του ιδιωτικού τομέα μας έρχεται καπάκι και γκρέμισμα της πιθανότητας διάσωσης με μια «δουλίτσα» στο δημόσιο. Οι πρώην εξασφαλισμένοι απαιτεί οι τρόικα να εισέλθουν στον αληθινό κόσμο που από πάντα ζούσαν οι υπόλοιποι. Να νοιώσουν πως είναι να σε πετάνε έξω γιατί έτσι γουστάρουν. Πως είναι να μένεις άνεργος. Πως είναι να μην έχεις ούτε εφάπαξ ούτε σύνταξη. Πως θα πρέπει να σου γίνεται ο κώλος να με δέκα και δώδεκα ώρες δουλειάς κι ένα σωρό μετάνοιες για να μην τσαντίσεις το αφεντικό σου. Πως είναι να βλέπεις πάλι κλίκες, ρουσφέτια, μίζες, φαβοριτισμούς, άχρηστους με καλές γνωριμίες ή γκόμενες με καλό κρεβάτι, ρουφιάνους και χαφιέδες των αφεντικών και γλύφτες των παπουτσιών τους να επιβιώνουν και να ανεβαίνουν τη σκάλα της ιεραρχίας μέσα στο εργοστάσιο, τη πολυεθνική, την επιχείρηση, το γραφείο, το μαγαζί,
Άλλα με μια μεγάλη διαφορά
Στο δημόσιο η θέση ήταν εξασφαλισμένοι όσα χαϊβάνια και ρουφιάνοι να σε τριγύριζαν. Το πολύ πολύ αν δεν σε γούσταραν οι κλίκες να πήγαινες σε κάποιο γραφείο τέταρτης διαλογής να κολλάς χαρτόσημα, ενώ στον ιδιωτικό στίβο πολύ απλά πήγαινες σπίτι σου.
Κανένας γονιός δεν θα ήθελε ποτέ το παιδί του να γίνει τεμπέλης, ρουφιάνος, μιζαδόρος, γλύφτης, άχρηστος αν μπορούσε να το μεγαλώσει σε ένα κράτος με ισχυρή, σωστή, παιδεία, με σοβαρό επαγγελματικό προσανατολισμό, με πληθώρα θέσεων εργασίας όπου η πρόσληψη θα γίνεται με αξιοκρατία για αυτό που έχει ικανότητα ο καθένας να κάνει. Ένα κράτος που θα έδινε το περιθώριο στα παιδιά να επιλέγουν ελεύθερα, χωρίς φόβο για το αύριο, που θα υπήρχαν προγράμματα σοβαρά, για τη γεωργία, τη κτηνοτροφία, τον τουρισμό, τον επιχειρησιακό τομέα, τις επιστήμες, τις τέχνες, ένα κράτος πρόνοιας για τους νέους, περίθαλψης για τους ηλικιωμένους, υγειονομικής κάλυψης επαρκούς για όλους τους πολίτες, στήριξη στην οικογένεια για να μεγαλώσει και να σπουδάσει τα παιδιά της και προοπτικές ανάπτυξης και ευημερίας.
Σ΄ενα τέτοιο κράτος και στο δημόσιο θα έμπαιναν όσοι υπήρχαν ανάγκη να μπουν και οι επιλογή της κάθε κυβέρνησης θα γινόταν με γνώμονα το τι πρόγραμμα παρουσιάζει κι όχι πόσους θα ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΕΙ....
Το ίδιο συνέβη και σε όλες τις άλλες δακτυλοδιεκτουμενες κατηγορίες πολιτών. Στην τσαπατσούλικη και ξεφτυλισμένη παιδεία, άνθισε η παραπαιδεία, όπως δίπλα στα ράντζα των νοσοκομείων άνθισε το φακελάκι, στην ατέλειωτη και παρανοϊκή γραφειοκρατία για οποιαδήποτε δουλειά ήθελε κάποιος να κάνει άνθισε το λάδωμα για να γίνει πιο γρήγορα. Στο ο κλέψας του κλέψαντος κι όποιος προλάβει, άνθισε η παραοικονομία, το κλέψιμο στην εφορία, η παράνομη ανέγερση σπιτιών, η ανασφάλιστη εργασία. Για να επιζήσει ο λαός δίπλα στους καθηγητές της απατεωνιάς έγινε απατεωνισκος. Για να μιλάει στα ίσια με τους εκβιαστές, έγινε εκβιαστάκος.
Κι εδώ φάνηκε το μεγαλείο που είχαμε χάσει μέσα στη τρομοκρατία. Στο μνημόνιο υποταχθήκαμε με άνεση και γίναμε ζητιάνοι, γιατί
Αυτό δεν είναι που είμαστε τα τελευταία εβδομήντα χρόνια ? Κι όσοι ήταν αλλιώτικοι δεν τους πνίξαμε, τους απαξιώσαμε, τους ρουφιανέψαμε, τους πετάξαμε σαν ενοχλητικά παράσιτα?
Μας έριξαν σε ένα εθνικό σπαραγμό και δεν πλήρωσε ποτέ κανένας.
Περάσαμε χρόνια και χρόνια τρομοκρατίας και προδοσίας και δεν πλήρωσε κανένας
Πήραν μέχρι και το κομπόδεμα της γιαγιάς από το χρηματιστήριο και δεν πλήρωσε κανένας
Οδήγησαν το λαό σε μια πρωτοφανή φτωχοποίηση, μια εξαθλίωση, μια ντροπή και δεν πληρώνει κανένας
Θα ξεπουληθεί ολόκληρη η πατρίδα και κανείς δεν θα πληρώσει?
Και όλα τα παραπάνω με διαφοροποιήσεις ισχύουν για όλες της πατρίδες αυτού του κόσμου μην έχετε ψευδαισθήσεις. Είναι ένας ολόκληρος ψεύτικος πολιτισμός βασισμένος από τα θεμέλια του σε μια σχιζοφρενική θεοκρατική αντίληψη του καλού και του κακού. Μια αναγκαστική μορφή δοκιμασίας που πρέπει να περνάει κάθε ανθρώπινο πλάσμα για να κερδίσει τα εύσημα μιας αναγνώρισης όταν δεν θα υπάρχει πια.
Σου δίνω πουτάνες αλλά μην πας μαζί τους. Σου δίνω ναρκωτικά αλλά μην πάρεις. Πουλάω ελεύθερα τσιγάρα αλλά μην καπνίσεις. Θα σου βγάλω το αίμα για να βρεις μια δουλειάς ενώ αν είσαι πονηρός και λαμόγια θα τα καταφέρεις καλύτερα, αλλά να μην γίνεις. Κάνω πολέμους αλλά να είσαι φιλάνθρωπος. Μπορείς να πλουτίσεις και να ικανοποιήσεις κάθε βίτσιο σου αλλά μακάριοι οι πτωχοί. Σε χτυπάω, αλλά γύρισε και το άλλο μάγουλο. Σου δίνω γνώση για να έχεις δύναμη, αλλά μακάριοι οι πτωχοί των πνεύματι. Σου λέω πως αν ταχθείς με τους κακούς θα περνάς καλύτερα αλλα εσύ να είσαι με τους καλούς γιατί θα βραβευθείς μετά θάνατον....
Η ύπαρξη του κακού είναι αναγκαία για να αποδεικνύει τη δύναμη το καλό. Και η απόρριψη του κακού, του ευτελούς, τους ανόητου, του άσχημου χωρίς να υπάρχει ανάγκη δοκιμασίας? Η υιοθέτηση του καλού, του όμορφου, του δίκαιου, του άξιου σαν μόνη επιλογή? Αυτό τι είναι ? Απαγορευμένο από κάποιο αόρατο κοσμικό νόμο?
Ο δημόσιος υπάλληλος μιας μικρής χώρας που μένει σ΄ενα δρομάκι μιας πόλης χαμένος μέσα σε εκατομμύρια άλλους, είναι η κ@λοτρυπίδα της κ@λοτρυπιδας ενός συστήματος που δεν θα μπορούσε να επιβιώσει ούτε μια ώρα αν ο άνθρωπος συνειδητοποιούσε πόσο κορόιδο πιάστηκε.
Κι εμείς εδώ στην Ελλάδα, στ΄αλήθεια έχουμε απολέσει κάθε μνήμη πλέον μέσα μας, ή δεν έχουμε καμιά σχέση με τους Έλληνες. Δεν μας λέει τίποτα πια το χώμα που πατάμε, εκτός από την επιθυμία να βγάζουμε αόριστες πατριωτικές κορώνες. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε νοήματα που φωνάζουν στην ιστορία μας, στο τι έγινε ίσως εκεί ακριβώς που είναι χτισμένο το σπίτι μας...πνιγμένοι όπως όλοι οι άλλοι σε μια απολογητική ζωή, για την αμαρτία της ύπαρξής μας, όπου μόνη μας επιλογή είναι ή ζήσουμε πονηρά και άνετα ή έντιμα και δυστυχισμένοι. Η πρέπει να αγαπάμε τυφλά ή να μισούμε αδιακρίτως. Η να είμαστε με αυτούς ή με τους άλλους. (αλήθεια στην ουσία τους βαθιά μέσα σε τι διαφέρουν αυτοί από τους άλλους?...)
Έλληνας μπορεί να γεννιέσαι... Αλλά μετά τι είσαι στ΄αλήθεια? Κι εσύ που φωνάζεις για τη διαφορετικότητά σου. Σε τι την προσδιορίζεις αυτή τη διαφορετικότητα. Στο ότι είδες είκοσι φορές τους 300? Στο ότι ξέρεις απέξω τους δυο πρώτους στίχους από τον εθνικό ύμνο? Στο ότι επειδή δεν είσαι κουμουνιστής ή μαύρος είσαι αυτόματα απόγονος των αρχαίων Ελλήνων? Και τι ξέρεις γι΄αυτούς τους αρχαίους? Πόσα βιβλία έχεις διαβάσει για να δεις τι έλεγαν. Πόσα μουσεία έχεις επισκεφτεί να χαζέψεις με τις ώρες τα θαύματα της τέχνης όπως κάνουν οι τουρίστες? Ξέρεις ποια ήταν τα φαγητά των αρχαίων? Πως ήταν ο έρωτας? Σε τι θεούς πίστευαν και για ποιο λόγο? Ποια η σχέση τους με τη φύση, με τον άνθρωπο με τους ξένους? Τι θεωρούσαν κακό και τι καλό? Πως γλένταγαν, τι μουσική άκουγαν, πως βάφτιζαν τα παιδιά τους, πως παντρευόντουσαν, τι μυστήρια ακολουθούσαν, ποιες γιορτές είχαν?
Ίσως πρέπει να αφήσουμε για λίγο τα παραμύθια που λέμε στον εαυτό μας για να παρηγοριόμαστε ή για να αντλούμε θάρρος. Είναι πολύ μακρύς ο δρόμος (ίσως και να μην φτάσουμε ποτέ) του απεγκλωβισμού από αυτό το ηλίθιο κατασκεύασμα που βιώνουμε όλοι μας. Στη πορεία όμως μπορούμε να κάνουμε μικρά βήματα. Κανείς δεν μας εμποδίζει να αρχίσουμε να αποφασίζουμε μόνοι μας, με το δικό μας μυαλό (σ΄οσους έχει απομείνει ακόμα) τι είναι ωραίο και τι άσχημο. Τι είναι αξιόλογο και τι ανάξιο λόγου. Για πια πράγματα, αξίες, ανθρώπους θα έπρεπε να θυσιάζουμε χρόνο από τη ζωή μας και τη σκέψη μας και ποια δεν αξίζει το κόπο.
Είναι μια ελάχιστη αρχή, αν προσθέσουμε μαζί κι όλους εκείνους που μας μιλάνε χωρίς να λένε τίποτα το ουσιώδες και χωρίς να αποδεικνύουν τίποτα από ότι λένε. Τους επικίνδυνους φαφλατάδες. Ας τους κάνουμε στην άκρη...
Όταν όμως βυθίζομαι σε τέτοιες σκέψεις, σταματώ και κοιτώ την εικόνα γύρω μου. Προσπαθώ να αφουγκραστώ έξω από αυτά που πιστεύω εγώ τι κυκλοφορεί. Βλέποντας λοιπόν τους νέο Έλληνες αναρωτιέμαι τι από όσα πιστεύω ασπάζονται και πόσοι ασπαζόμαστε τις ίδιες αντιλήψεις. Πόσοι ένα 4-5%? Μήπως λέω πολύ? Βλέπω αγανακτισμένους πρόθυμους να μισήσουν ο ένας τον άλλον, άλλους να υποστηρίζουν φανατικά τα δικαιώματα των μουσουλμάνων, άλλοι εκείνα των χριστιανών, άλλους να ονειρεύονται επαναστάσεις σοβιετικού τύπου, κι άλλους ναζιστικές εκκαθαρίσεις. Βλέπω άλλους που θέλουν να ορμήσουν να πάρουν τη πόλη και την Αγιά Σοφία κι άλλους να ονειρεύονται να είναι χρυσά παιδιά σε κάποια μεγάλη χρηματιστηριακή πιάτσα. Άλλοι αντί να μάθουν τι έχει συμβεί στο τόπο τους, τι έχουν πει οι δικοί τους σοφοί, φιλόσοφοι, τα μυστήρια που έχουν ερευνηθεί εδώ κάτω από τα πόδια μας, αναζητούν στο Θιβέτ, στη Κϊνα, στα νησιά Μπορα Μπόρα , στα όρη και στα άγρια βουνά ή στο διάστημα την απάντηση στα ερώτημα τους λες κι εδώ δεν υπάρχει τίποτα αξιόλογο να τους κρατήσει. Και τώρα τελευταία βλέπω ένα συνεχή παπαγαλισμό για τις Θερμοπύλες, για τον Αλέξανδρο, για τον Κολοκοτρώνη όλα μαζί σε ένα πακέτο, με τη κραυγή φάτε τους, κρεμάστε τους, ή άλλα αιμοδιψή γιατί είμαστε Έλληνες...
Μια ελάχιστη μειοψηφία ασχολείται στ΄αλήθεια με αυτό που ονομάσθηκε αρχαίο ελληνικό θαύμα. Να διαβάσει, να μάθει, να κατανοήσει, Κι αυτή η μειοψηφία από τους υπόλοιπους συνέλληνες αντιμετωπίζεται ή με καχυποψία (φασίστες θα είναι) ή με μίσος (ειδωλολάτρες σατανιστές θα είναι) ή με γελοιοποίηση (τι καραγκιόζηδες είναι αυτοί που τριγυρνάνε στους αρχαίους να ναούς και ψέλνουν) Οπότε αναρωτιέμαι...
Γιατί χαλάω το χρόνο μου με το να αναρωτιέμαι... Αφού όλα δείχνουν ότι οι νέοι Έλληνες είναι διατεθειμένοι να επιλέξουν οτιδήποτε άλλο εκτός από τους Έλληνες..
Πηγή ➤ SociaLMagazinE
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου