9 Μαρτίου 1941, Κυριακή της Ορθοδοξίας, Μνήμη των Αγίων Σαράντα, ώρα 06:00 το πρωί. Η μέρα που δεν θέλουν να θυμούνται οι σύγχρονοι Έλληνες πολιτικοί. . Στον Γερμανικό Άξονα. Σύμφωνα με ανεξάρτητες πηγές του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού(μεταξύ αυτών και το «Όραμα»), με την κατάληψη της Κλεισούρας (10 Ιανουαρίου 1941) το μέτωπο εναντίον των Ιταλών, σταθεροποιήθηκε όλο το χειμώνα σε μια γραμμή που ξεκινούσε από το Πόγραδετς στη λίμνη Αχρίδα και κατέληγε στο Ιόνιο Πέλαγος στα βόρεια της Χειμάρρας.
Ο Μουσολίνι, που είχε ξεκινήσει στις 28 Οκτωβρίου 1940 για ένα «στρατιωτικό πικ-νικ» στην Ελλάδα, αντιμετώπιζε τη χλεύη των συμμάχων του Γερμανών και τη διακύβευση του κύρους του φασισμού. Χρειαζόταν επειγόντως την αναστροφή της κατάστασης με μια στρατιωτική επιτυχία. Κατ’ αρχάς φόρτωσε την αποτυχία στον επικεφαλής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία στρατηγό Σόντου και τον αντικατέστησε με τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου στρατάρχη Ούγκο Καβαλέρο. Στη συνέχεια διέταξε τους επιτελείς του να εκπονήσουν σχέδια για την ιταλική αντεπίθεση, που θα διηύθυνε ο ίδιος (1 Ιανουαρίου 1941). Γνώριζε ότι ο Χίτλερ είχε λάβει την απόφαση να επιτεθεί στην Ελλάδα (Σχέδιο Μαρίτα) και ήθελε να τον προλάβει και να καταλάβει πρώτος αυτός τη χώρας μας. Μία ιταλική επιτυχία θα έθετε υπό τον έλεγχο του Άξονα το σύνολο των Βαλκανίων και θα εξοικονομούσε γερμανικές δυνάμεις για την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα (εισβολή στη Σοβιετική Ένωση).
Ο «Ντούτσε» άρχισε να ενισχύει τις δυνάμεις του στην Αλβανία με πρόσθετες μεραρχίες, που έφθασαν την παραμονή της επίθεσης στις 25, έναντι των 12 που θα παρέτασε η Ελλάδα. Ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος και το επιτελείο του είχαν πολύ καλή πληροφόρηση για τις κινήσεις των Ιταλών από την Ιντέλιτζενς Σέρβις. Δεν μπορούσαν να μετακινήσουν περισσότερες δυνάμεις στο μέτωπο, γιατί έπρεπε να ενισχυθεί και η μακεδονική μεθόριος, λόγω της αναμενόμενης γερμανικής επίθεσης. Το επιτελείο πόνταρε πολύ στο ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών, που παρέμενε ακμαιότατο, όπως και στις πρώτες μέρες του πολέμου.
Ποτέ άλλοτε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανώτατος στρατιωτικός ηγέτης δεν βρέθηκε τόσο κοντά στην πρώτη γραμμή της μάχης. Στις 6:30 το πρωί δίνει το σύνθημα της επίθεσης, που ξεκινά με μπαράζ πυροβολικού κατά των ελληνικών θέσεων σε όλο το μήκος του μετώπου.
Τρεις ώρες αργότερα αρχίζουν οι καθαυτό επιχειρήσεις, με την προσβολή των ελληνικών θέσεων στη διάβαση της Κλεισούρας. Σε ένα μέτωπο μόλις πέντε χιλιομέτρων, οι Ιταλοί επιτέθηκαν με 7 μεραρχίες και 156 τηλεβόλα, ενώ είχαν στη διάθεσή τους 400 αεροπλάνα. Μια προέλαση των ιταλικών δυνάμεων θα προκαλούσε μεγάλο ρήγμα στις ελληνικές θέσεις και θα άνοιγε τον δρόμο για τα Γιάννινα. Ο ίδιος ο Ντούτσε εξέδιδε συνεχώς διαταγές προς τον στρατηγό Ούγκο Καβαλέρο, τους σωματάρχες και τους διοικητές των μονάδων.
Οι μάχες που δόθηκαν ήταν σκληρές και συχνά εκ του συστάδην, με ξιφολόγχες και χειροβομβίδες. Οι αλλεπάλληλες εφορμήσεις των Ιταλών για την κατάληψη των στρατηγικών υψωμάτων γύρω από την Κλεισούρα αποκρούονταν με επιτυχία από τους αμυνομένους. Ο Μουσολίνι αντικαθιστούσε αμέσως τις αποδεκατισμένες μεραρχίες του με νέες, αδιαφορώντας για τις ανθρώπινες ζωές.
Μέρα με τη μέρα, ο Μουσολίνι έβλεπε ξεκάθαρα ότι η επιχείρηση «Πριμαβέρα» εξελισσόταν σε ένα μεγαλοπρεπέστατο φιάσκο. Το συνειδητοποίησε πλήρως το πρωί της 21 Μαρτίου 1941, όταν κάλεσε τον φίλο του στρατηγό Πίκολο για να του ανακοινώσει ότι θα εγκαταλείψει το μέτωπο. «Σε κάλεσα εδώ επειδή αποφάσισα να γυρίσω αύριο στη Ρώμη… Μου έρχεται εμετός μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα» και στη συνέχεια, γεμάτος οργή, ξέσπασε κατά των αξιωματικών του: «Με εξαπάτησαν, δεν κάναμε ούτε ένα βήμα προς τα εμπρός.
Τους περιφρονώ βαθύτατα!». Την ίδια μέρα, ο Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Άντονι Ίντεν τηλεγραφούσε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή, προκειμένου να τον συγχαρεί για την «περίλαμπρον ελληνικήν νίκην». Το πρωί της 22ας Μαρτίου ένας τσακισμένος και ταπεινωμένος Μουσολίνι έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής για τη Ρώμη. Ο στρατός είχε υποστεί πανωλεθρία, με 12.000 νεκρούς και 3.000 τραυματίες. Οι απώλειες της ελληνικής πλευράς ανήλθαν σε 1.200 νεκρούς και 4.000 τραυματίες.
Το τέλος του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας νέας αποφασιστικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα από τις 6 Απριλίου 1941.
Πηγή ➤ makeleio.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου